Γιορτάζουμε σήμερα 29 Ιανουαρίου, ημέρα μνήμης του Αγίου Δημητρίου του Χιοπολίτου.
Όταν χωρίς την άδεια του αδελφού του αρραβωνιάστηκε κάποια νέα, ο Ζαννής τον έδιωξε από το κατάστημά του. Ευρισκόμενος σε μεγάλη φτώχεια θυμήθηκε ότι ο Σείχ - ουλ - Ιμαλήλ όφειλε στον αδελφό του κάποιο ποσό από αγορές υφασμάτων και πήγε στο σπίτι του για να το εισπράξει και να το χρησιμοποιήσει ο ίδιος. Εκεί γνώρισε μία νεαρή μουσουλμάνα η οποία τον αγάπησε και του δήλωσε ότι για να τον παντρευτεί έπρεπε να αλλαξοπιστήσει. Ο Δημήτριος δέχθηκε την πρόταση και παρέμεινε στο σπίτι των Τούρκων για δύο μήνες.
Γρήγορα όμως συνήλθε, δραπέτευσε και κρύφθηκε προσωρινά σε μία χριστιανική οικογένεια στην περιοχή του Σταυροδρομίου. Εκεί τον συνάντησε ο αδελφός του Ζαννής. Ο Δημήτριος εξομολογήθηκε στον πνευματικό του αδελφού του και συγχρόνως έστειλε επιστολή στον πατέρα του εξιστορώντας τα έως τότε γεγονότα της ζωής του αλλά και τον πόθο του να μαρτυρήσει για το Χριστό.
Αφού κοινώνησε τα άχραντα μυστήρια παρουσιάσθηκε στον Τούρκο διοικητή και με παρρησία ομολόγησε την πίστη του. Παρά το γεγονός ότι οι Χιώτες της Κωνσταντινούπολης συγκέντρωσαν χρήματα για την απελευθέρωσή του, ο Δημήτριος παρέμεινε ακλόνητος στην πίστη του.
Έτσι, μετά από φρικτά βασανιστήρια τα οποία υπέμεινε αγόγγυστα, αποκεφαλίστηκε στις 29 Ιανουαρίου 1802 μ.Χ. Το τίμιο λείψανό του το παρέλαβαν οι Χριστιανοί και ενταφίασαν αυτό σε κάποιο μοναστήρι στο νησί Πρώτη.
Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!
Απολυτίκιο:
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Χαίρε βλάστημα, τερπνόν της Χίου` χαίρε καύχημα, των ορθοδόξων, καρτερόψυχε, νέε Δημήτριε` την γαρ αντίχριστον πλάνην εφαύλισας, ένθα του κράτους υπάρχει το φρύαγμα, ως ανέκραζες, Θεόν τον Χριστόν επίσταμαι, δωρούμενον ημίν το μέγα έλεος.
Όπως αναφέρει το Συναξάρι της 29ης Ιανουαρίου, «τω αὐτώ μηνί, Ἰανουαρίω 29η ἡ Ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Ἱερομάρτυρος Ιγνατίου του Θεοφόρου».
Πέρασε ένας και πλέον μήνας από την ημέρα που η αγία µας Εκκλησία γιόρτασε τη μνήμη του αγίου Ιγνατίου του θεοφόρου, (20 Δεκεμβρίου) και τώρα έφθασε η στιγμή να εορτάσει την ανακομιδή των σεπτών του λειψάνων.
Ο άγιος Ιγνάτιος ο θεοφόρος κατέστη διάδοχος των Αποστόλων.
Εχρημάτισε δεύτερος επίσκοπος Αντιοχείας, µε πρώτο τον Εύοδο και μαθήτευσε μαζί µε τον άγιο Πολύκαρπο Σμύρνης κοντά στον Ευαγγελιστή Ιωάννη τον Θεολόγο(1). Το όνομά του, το οποίο στα λατινικά εκφέρεται ως ignis, σημαίνει φωτιά και φανερώνει τον πόθο που τον έφλεγε για το Χριστό, σε τέτοιο βαθμό που έλαβε την προσωνυμία θεοφόρος.
Ο άγιος Ιγνάτιος μαρτύρησε στη Ρώμη επί αυτοκράτορα Τραϊανού, όταν ο Τραϊανός ξεκίνησε ένα τοπικό διωγμό κατά των Χριστιανών της Αντιόχειας ενώ εκστράτευε κατά των Μήδων και των Πάρθων. Εκεί ο άγιος παρουσιάστηκε μπροστά στον αυτοκράτορα και ομολόγησε την πίστη του στο Χριστό.
Το μαρτύριό του πραγματοποιήθηκε στην αρένα του σταδίου της Ρώμης, όπου και τον κατασπάραξαν άγρια λιοντάρια αφήνοντας µόνο τα μεγάλα οστά ως κατάλοιπο(2), τα οποία κάποιοι πιστοί τα συνέλεξαν μεταφέροντας τα στην Αντιόχεια, όπου οι χριστιανοί τα υποδέχτηκαν πανηγυρικά και τα τίμια αυτά λείψανα αναδείχθηκαν πηγή θαυμάτων και πνευματικής παρηγοριάς(3).
Προτού φθάσει στο τέλος της ζωής του έγραψε 7 επιστολές, οι οποίες σώζονται µέχρι σήµερα:
α) η προς Εφεσίους,
β) η προς Μαγνησιείς,
γ) η προς Τραλλιανούς,
δ) η προς Ρωμαίους,
ε) η προς Φιλαδελφείς,
στ) η προς Σμυρναίους
και ζ) η προς Πολύκαρπον επιστολή.
Οι έξι από αυτές έχουν ως κεντρικό θέμα την ενότητα της Εκκλησίας, την οποία επισημάνει ένεκα του κινδύνου των αιρέσεων και τονίζει την ενότητα και συσπείρωση του πλήθους των πιστών γύρω από τον επίσκοπο(4).
Με τον Ιγνάτιο το Θεοφόρο η Εκκλησία προχωρεί στη θεολογική θεμελίωση της πορείας της. Η θεολογία του Ιγνατίου έγινε φρόνημα, ήθος και Παράδοση της Εκκλησίας, διότι συνιστά έκφραση και συνέχεια της αποστολικής παράδοσης.
Η θεολογία του Ιγνατίου μπορεί να διαιρεθεί σε τρία σημεία:
α) θεολογία του επισκοπικού λειτουργήματος,
β) θεολογία της ενότητας της Εκκλησίας
και γ) θεολογία του ευχαριστιακού ρεαλισμού(5).
Η παρουσία του επισκόπου και η μνημόνευση του ονόματός του κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη βεβαίωση της γνησιότητας του μυστηρίου.
Στην πρώτη τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας κατά το Μυστικό Δείπνο, αυτουργός της σωτηρίας µας και τελετουργός ήταν ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος μετά την Ανάληψή του άφησε διαδόχους του τους Αποστόλους και αυτοί µε τη σειρά τους, τους επισκόπους που χειροτόνησαν αφήνοντάς τους διαδόχους τους στις τοπικές εκκλησίες(6).
Ο άγιος Ιγνάτιος προτρέπει τους πιστούς να συσπειρώνονται γύρω από τον επίσκοπο της τοπικής Εκκλησίας και να µη γίνεται τίποτα χωρίς την έγκρισή του, διότι ο επίσκοπος αποτελεί το επίκεντρο της Θείας Ευχαριστίας, στο όνοµα του οποίου τελείται. Μάλιστα επισημάνει ότι όπου βρίσκεται ο επίσκοπος εκεί βρίσκεται και τα µέλη της Εκκλησίας(7).
Τη διδασκαλία αυτή του αγίου Ιγνατίου περί συσπειρώσεως του σώµατος της τοπικής εκκλησίας γύρω από τον επίσκοπο τη βιώνουµε στη Θεία Ευχαριστία κάθε φορά που ακούµε την αίτηση «Ὑπέρ τοῦ Πατρὸς καὶ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (τοῦ δεῖνος)»(8).
Το μυστήριο είναι έγκυρο όταν τελείται από τον κανονικώς κεχειροτονηµένο επίσκοπο ή από τον πρεσβύτερο που ο ίδιος ο επίσκοπος έχει ορίσει να το τελεί. Στην αρχαία Εκκλησία όλα τα Μυστήρια (Γάµος, Βάπτισµα, Χρίσµα κ.λ.π.) τελούνταν μέσα στη Θεία Ευχαριστία γι' αυτό ο επίσκοπος παρέχει την άδεια στους ιερείς όχι µόνο για την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας αλλά και των λοιπών Μυστηρίων(9).
Τονίζει δε ο άγιος Ιγνάτιος, στην προς Σµυρναίους επιστολή του, ότι κανένα από τα µυστήρια δεν επιτρέπεται να τελείται χωρίς την άδεια του επισκόπου(10). Και επισηµάνει, συνεχίζοντας τις προτροπές του, ότι πρέπει να υπάρχει ομόνοια των µελών της Εκκλησίας, µε προκαθήμενο τον επίσκοπο και τους πρεσβυτέρους να αποτελούν το επιτελείο του.
Η προτροπή αυτή φυσικά δεν μεταφράζεται ως επισκοποκρατία, δηλ. υπεροχή ενός προσώπου μέσα στο σύνολο των µελών της Εκκλησίας, αλλά µέσω της διδασκαλίας του αγίου Ιγνατίου προβάλλεται ο θεσμός του επισκόπου ως του κατ εξοχήν φύλακα του λογικού ποιμνίου της Εκκλησίας του Χριστού.
Ο επίσκοπος όπως σημειώνει ο άγιος Ιγνάτιος στην προς Φιλαδελφείς επιστολή του γνωρίζει ότι το αξίωμα που κατέχει δεν το φέρει αφ' εαυτού αλλά αξιώθηκε να δεχτεί αυτή τη διακονία λόγω της αγάπης του Ιησού Χριστού.
Παραγγέλλει επίσης το ευσεβές πλήρωμα να ακολουθεί σύσσωμο τον επίσκοπο, τον οποίο χαρακτηρίζει ως ποιμένα διότι έξω από την Εκκλησία υπάρχουν πολλοί μεταμφιεσμένοι λύκοι που προσπαθούν να δημιουργούν συνεχώς διχόνιες, σχίσματα και φατρίες που αποσκοπούν στο διαμελισμό της Εκκλησίας.
Όταν όμως τα µέλη της Εκκλησίας παραμένουν ενωμένα και συσπειρωμένα γύρω από τον ποιμένα τους τότε οι εχθροί της Εκκλησίας δεν μπορούν να εισχωρήσουν και να διαπράξουν το φθοροποιό τους έργο.
Πέρασε ένας και πλέον μήνας από την ημέρα που η αγία µας Εκκλησία γιόρτασε τη μνήμη του αγίου Ιγνατίου του θεοφόρου, (20 Δεκεμβρίου) και τώρα έφθασε η στιγμή να εορτάσει την ανακομιδή των σεπτών του λειψάνων.
Ο άγιος Ιγνάτιος ο θεοφόρος κατέστη διάδοχος των Αποστόλων.
Εχρημάτισε δεύτερος επίσκοπος Αντιοχείας, µε πρώτο τον Εύοδο και μαθήτευσε μαζί µε τον άγιο Πολύκαρπο Σμύρνης κοντά στον Ευαγγελιστή Ιωάννη τον Θεολόγο(1). Το όνομά του, το οποίο στα λατινικά εκφέρεται ως ignis, σημαίνει φωτιά και φανερώνει τον πόθο που τον έφλεγε για το Χριστό, σε τέτοιο βαθμό που έλαβε την προσωνυμία θεοφόρος.
Ο άγιος Ιγνάτιος μαρτύρησε στη Ρώμη επί αυτοκράτορα Τραϊανού, όταν ο Τραϊανός ξεκίνησε ένα τοπικό διωγμό κατά των Χριστιανών της Αντιόχειας ενώ εκστράτευε κατά των Μήδων και των Πάρθων. Εκεί ο άγιος παρουσιάστηκε μπροστά στον αυτοκράτορα και ομολόγησε την πίστη του στο Χριστό.
Το μαρτύριό του πραγματοποιήθηκε στην αρένα του σταδίου της Ρώμης, όπου και τον κατασπάραξαν άγρια λιοντάρια αφήνοντας µόνο τα μεγάλα οστά ως κατάλοιπο(2), τα οποία κάποιοι πιστοί τα συνέλεξαν μεταφέροντας τα στην Αντιόχεια, όπου οι χριστιανοί τα υποδέχτηκαν πανηγυρικά και τα τίμια αυτά λείψανα αναδείχθηκαν πηγή θαυμάτων και πνευματικής παρηγοριάς(3).
Προτού φθάσει στο τέλος της ζωής του έγραψε 7 επιστολές, οι οποίες σώζονται µέχρι σήµερα:
α) η προς Εφεσίους,
β) η προς Μαγνησιείς,
γ) η προς Τραλλιανούς,
δ) η προς Ρωμαίους,
ε) η προς Φιλαδελφείς,
στ) η προς Σμυρναίους
και ζ) η προς Πολύκαρπον επιστολή.
Οι έξι από αυτές έχουν ως κεντρικό θέμα την ενότητα της Εκκλησίας, την οποία επισημάνει ένεκα του κινδύνου των αιρέσεων και τονίζει την ενότητα και συσπείρωση του πλήθους των πιστών γύρω από τον επίσκοπο(4).
Με τον Ιγνάτιο το Θεοφόρο η Εκκλησία προχωρεί στη θεολογική θεμελίωση της πορείας της. Η θεολογία του Ιγνατίου έγινε φρόνημα, ήθος και Παράδοση της Εκκλησίας, διότι συνιστά έκφραση και συνέχεια της αποστολικής παράδοσης.
Η θεολογία του Ιγνατίου μπορεί να διαιρεθεί σε τρία σημεία:
α) θεολογία του επισκοπικού λειτουργήματος,
β) θεολογία της ενότητας της Εκκλησίας
και γ) θεολογία του ευχαριστιακού ρεαλισμού(5).
Η παρουσία του επισκόπου και η μνημόνευση του ονόματός του κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη βεβαίωση της γνησιότητας του μυστηρίου.
Στην πρώτη τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας κατά το Μυστικό Δείπνο, αυτουργός της σωτηρίας µας και τελετουργός ήταν ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος μετά την Ανάληψή του άφησε διαδόχους του τους Αποστόλους και αυτοί µε τη σειρά τους, τους επισκόπους που χειροτόνησαν αφήνοντάς τους διαδόχους τους στις τοπικές εκκλησίες(6).
Ο άγιος Ιγνάτιος προτρέπει τους πιστούς να συσπειρώνονται γύρω από τον επίσκοπο της τοπικής Εκκλησίας και να µη γίνεται τίποτα χωρίς την έγκρισή του, διότι ο επίσκοπος αποτελεί το επίκεντρο της Θείας Ευχαριστίας, στο όνοµα του οποίου τελείται. Μάλιστα επισημάνει ότι όπου βρίσκεται ο επίσκοπος εκεί βρίσκεται και τα µέλη της Εκκλησίας(7).
Τη διδασκαλία αυτή του αγίου Ιγνατίου περί συσπειρώσεως του σώµατος της τοπικής εκκλησίας γύρω από τον επίσκοπο τη βιώνουµε στη Θεία Ευχαριστία κάθε φορά που ακούµε την αίτηση «Ὑπέρ τοῦ Πατρὸς καὶ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (τοῦ δεῖνος)»(8).
Το μυστήριο είναι έγκυρο όταν τελείται από τον κανονικώς κεχειροτονηµένο επίσκοπο ή από τον πρεσβύτερο που ο ίδιος ο επίσκοπος έχει ορίσει να το τελεί. Στην αρχαία Εκκλησία όλα τα Μυστήρια (Γάµος, Βάπτισµα, Χρίσµα κ.λ.π.) τελούνταν μέσα στη Θεία Ευχαριστία γι' αυτό ο επίσκοπος παρέχει την άδεια στους ιερείς όχι µόνο για την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας αλλά και των λοιπών Μυστηρίων(9).
Τονίζει δε ο άγιος Ιγνάτιος, στην προς Σµυρναίους επιστολή του, ότι κανένα από τα µυστήρια δεν επιτρέπεται να τελείται χωρίς την άδεια του επισκόπου(10). Και επισηµάνει, συνεχίζοντας τις προτροπές του, ότι πρέπει να υπάρχει ομόνοια των µελών της Εκκλησίας, µε προκαθήμενο τον επίσκοπο και τους πρεσβυτέρους να αποτελούν το επιτελείο του.
Η προτροπή αυτή φυσικά δεν μεταφράζεται ως επισκοποκρατία, δηλ. υπεροχή ενός προσώπου μέσα στο σύνολο των µελών της Εκκλησίας, αλλά µέσω της διδασκαλίας του αγίου Ιγνατίου προβάλλεται ο θεσμός του επισκόπου ως του κατ εξοχήν φύλακα του λογικού ποιμνίου της Εκκλησίας του Χριστού.
Ο επίσκοπος όπως σημειώνει ο άγιος Ιγνάτιος στην προς Φιλαδελφείς επιστολή του γνωρίζει ότι το αξίωμα που κατέχει δεν το φέρει αφ' εαυτού αλλά αξιώθηκε να δεχτεί αυτή τη διακονία λόγω της αγάπης του Ιησού Χριστού.
Παραγγέλλει επίσης το ευσεβές πλήρωμα να ακολουθεί σύσσωμο τον επίσκοπο, τον οποίο χαρακτηρίζει ως ποιμένα διότι έξω από την Εκκλησία υπάρχουν πολλοί μεταμφιεσμένοι λύκοι που προσπαθούν να δημιουργούν συνεχώς διχόνιες, σχίσματα και φατρίες που αποσκοπούν στο διαμελισμό της Εκκλησίας.
Όταν όμως τα µέλη της Εκκλησίας παραμένουν ενωμένα και συσπειρωμένα γύρω από τον ποιμένα τους τότε οι εχθροί της Εκκλησίας δεν μπορούν να εισχωρήσουν και να διαπράξουν το φθοροποιό τους έργο.
agioritikovima
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου