ΑΣ ΚΕΡΔΙΣΟΥΜΕ ΠΑΡΕΑ


powered by Agones.gr - Stoixima

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

Οι Κυριακές του Ρίνγκο, της Γαβριέλας, του Μήτρογλου...

                 
Ακολουθεί αληθινός διάλογος, την επομένη του Άντερλεχτ-Ολυμπιακός:
  • Ο Μήτρογλου δεν θα έπαιρνε το όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου χθες;
  • Όχι.
  • Γιατί όχι;
  • Γιατί του πρώτου ανδρικού ρόλου ανήκει στον Ρομπέρτο. Τόσες φορές κατέβασε τα ρολά! Ο Μήτρογλου θα έπαιρνε β' ανδρικού ρόλου σε αυτό το παιχνίδι.
  • Γκλουπ...

«Η παρέα/ στην οδό Αχαρνών/για μια τσάρκα/ των 80 δραχμών/ και στην πόρτα/ το κόκκινο το φως»
Ειλικρινά, δεν ξέρω γιατί κυριακάτικα μού ξύπνησε τόσο έντονα αυτός ο στίχος ενός παλιού τραγουδιού του υιού Καλδάρα, του Κώστα, το οποίο αναφέρεται στην Γαβριέλα. Την πιο μυθική και ιερή πουτάνα της Αθήνας.
Το τραγουδάκι είναι μελαγχολικό και με μελαγχόλησε και μένα. Και ξέρετε πως μου αναπήδησε;
Εβλεπα ειδήσεις στην ιταλική τηλεόραση με ρεπορτάζ από την τοποθέτηση, Κυριακή πρωί, της σωρού του Τζουλιάνο Τζέμα σε δημόσιο προσκύνημα. Με τιμές σχεδόν Προέδρου. Ιταλικές σημαίες, δεξιά κι αριστερά από το φέρετρο, κι ο κόσμος είχε ξεκινήσει να σχηματίζει ουρές για να προσκυνήσει τον «Ρίνγκο»
Ναι, τον «Ρίνγκο». Ο Τζουλιάνο Τζέμα, ο ηθοποιός θρύλος των σπαγγέτι γουέστερν έπαιρνε το δρόμο που δεν έχει επιστροφή , το εισιτήριο solo andata , non ritorno, έχοντας φύγει τέσσερις μέρες πριν σε τροχαίο, στα περίχωρα της Ρώμης.
Όταν έγραψα στον «Ελεύθερο Τύπο», στην εφημερίδα που συνεργάζομαι, το πρώτο κείμενο για το τραγικό περιστατικό, και κυρίως όταν το κείμενο αναρτήθηκε στο διαδίκτυο, στο facebook, στην Kulturosupa και δεν ξέρω που αλλού, τα μηνύματα που πήρα ήταν κυρίως «συνοικιακά»
Κείμενα αναμνήσεων από γειτονιές των Πατησίων, της Αχαρνών, του Βύρωνα αλλά και του Πειραιά, όλοι είχαν κάποια εμπειρία, κάποια ανάμνηση να δηλώσουν, κάπως πενθούσε ο καθένας με τον τρόπο του τον «Ρίνγκο». Τον Τζουλιάνο Τζέμα ή Μοντγκόμερυ Γουντ, μια κι όταν βγήκε το «γουέστερν σπαγγέτι» των Ιταλών, ως μια «ερζάτς» πλάκα στα καθαρόαιμα αμερικάνικα του είδους που εκείνο τον καιρό στην δεκαετία 60 πέρναγαν παρακμή, άλλαζαν και τα ονόματα των ηθοποιών επί το αμερικανικότερον που λέμε. Ο Τζουλιάνο Τζέμα είχε γίνει Μοντγκόμερυ Γουντ και στην Ελλάδα είχε μείνει με αυτό το όνομα, είχε γίνει έτσι γνωστός.
Στα συλλυπητήρια μηνύματα των αναγνωστών για τον θρυλικό «Ρίνγκο» αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι οι περισσότεροι μου ανέφεραν και τα ονόματα των κινηματογράφων στα οποία είχαν δει τις ταινίες του. Ποτέ άλλοτε σε ανάλογο κείμενο για κάποιον που φεύγει, και για πολύ πιο δημοφιλείς από τον Τζουλιάν ο Τζέμα-Μοντγκόμερυ Γουντ-Ρίνγκο, δεν μου ανέφεραν , δεν θυμάμαι δηλαδή , να μου ανέφεραν κινηματογράφους.
Και δεν περιορίζονταν στους κινηματογράφους. Ανέφεραν και μία λέξη ακόμα, είτε ως άμεσο ουσιαστικό είτε ως προσδιοριστικό επίθετο. Ποια λέξη; Την ΚΥΡΙΑΚΗ.
«Κυριακάτικες αναμνήσεις», «κυριακάτικες εξόδους», «κυριακάτικα μεσημέρια», «κυριακάτικα απογεύματα». Με αυτά ήταν συνδυασμένος ο Ρίνγκο, με αυτά αποτυπώθηκε σε καρδιές και μνήμες, εκεί μπορεί να εντοπίσει κανείς το πώς δημιουργήθηκε ο μύθος των ιταλικών σπαγγέτι, ένας μύθος που άγγιξε κυρίως χώρες μεσογειακές, την Ελλάδα που το υποδέχτηκε, την Ιταλία που το γέννησε, την Ισπανία που έγινε κι ανάδοχος του (μια και πολλά από αυτά τα φιλμ ήταν σε συμπαραγωγή με Ισπανία) αλλά και τη Γερμανία διότι εκεί ζούσαν πολλοί μετανάστες.
Τη συνοικία έθρεψε ο μύθος κι από αυτήν αναδείχτηκε αφού σε αυτήν απευθύνθηκε. Τα λαικά σινεμά των γειτονιών της Ελλάδας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, πρόσφεραν αυτό το όνειρο με το παλληκαράκι που είναι μάγκας και κάνει και χοντράδες και ρίχνει και μπουνιές, όχι κυριλάτες εποχής Τζον Φορντ και νοσταλγίας της Δύσης αλλά με ένα «μπρούτο» τεντυμποισμό του 60, σε μια πλάκα διαρκή.
Αυτή την Κυριακή που περίμενε το εργατόπαιδο να βγει και να στοιχηματίσει, την ίδια Κυριακή που το πρόγραμμα περιλάμβανε και την μπουρδελότσαρκα εξού κι η Γαβριέλα που τόσο τη θυμήθηκα καθώς έβλεπα τις εικόνες της δικής του ετοιμασίας για την αναχώρηση του στα ιταλικά κανάλια, και θυμήθηκα και το δικό της άδοξο τέλος, που είχε βρεθεί δολοφονημένο στο διαμέρισμα της στην Αθήνα σε ηλικία προχωρημένη, μα και κάτι ακόμα, το ποδόσφαιρο. Αυτό ήταν το πρόγραμμα της Κυριακής ενός παιδιού στα χρόνια εκείνα, η μπάλα, το καουμπόικο, το μπουρδέλο.
Κι ανήμερα την Κυριακή, καθώς βιαζόμουν να τελειώσω για να πάμε με τον ανηψιό μου στο Ολυμπιακός- Βέροια κι είδα ξαφνικά αυτή την εικόνα του Ρίνγκο, δεν ξέρω… Πριν προλάβω να το ελέγξω ,σαν πίδακας πετάγονταν οι εικόνες, ο Πειραιάς, οι γειτονιές, οι άγνωστοι φίλοι της Αθήνας που συμμετείχαν στο πένθος για τον Ρίνγκο, όλοι νοσταλγούσαν – και γι αυτό πενθούσαν, αυτό πενθούσαν: Τις Κυριακές μιάς συγκεκριμένης εφηβείας.
Αν ήταν Σάββατο, θα είχα σκεφτεί άλλο πράγμα. Θα είχα σκεφτεί το «Νάταν η ζωή μας σαββατόβραδο» του Μίκη Θεοδωράκη και του Τάσου Λειβαδίτη.
Ήταν, όμως, Κυριακή και μάλιστα Κυριακή μεσημέρι. Ωρα που άνοιγαν τα σινεμά με τα καουμπόικα, ώρα που ξεκινάνε τα πρώτα ματς, ώρα που έβγαιναν για το πρώτο «δοκιμαστικό» των ημερών τους.
Αισθάνθηκα ότι το χρώσταγα σε όλους αυτούς, στον Ρίνγκο, στη Γαβριέλα, στα συνοικιακά σινεμά, στο «σπαγγέτι», στις ομάδες και στα γήπεδα. Και τους το αφιερώνω, αντί στεφάνου, που λένε, στη μνήμη του Τζουλιάνο Τζέμα.

gazzetta

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου