Δεν υπάρχει Μακεδόνας που να μην ανατρίχιασε ακούγοντας το «Σ' αναζητώ στη Σαλονίκη», λεβέντης που να μη χόρεψε τη «Ρόζα», ερωτευμένος που να μη δάκρυσε με το «Αλίμονο». Δεν υπάρχει Ελληνας που να μην ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά στις ........17 Απριλίου του 2012, τη μέρα που «έφυγε» ο Δημήτρης Μητροπάνος.
Από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες της σύγχρονης εποχής, άνθρωπος με δωρική φωνή και μπάσα ψυχή, έκανε έναν ολόκληρο λαό να ταυτιστεί με τα τραγούδια του, και κέρδισε την εκτίμηση και τον σεβασμό του. Την τεράστια ιστορία που έγραψε ως καλλιτέχνης τη γνωρίζουν πολλοί. Υπάρχουν όμως κάποιες άλλες, μικρές ιστορίες από την καθημερινότητά του που παραμένουν άγνωστες, γιατί βρίσκονται πολύ καλά «κλειδωμένες» στην καρδιά των ανθρώπων που τον έζησαν από κοντά. Ιστορίες όχι για τον Μητροπάνο αλλά για τον «Δημήτρη». Ετσι λέγεται το βιβλίο που έγραψε ο Ευθύμης Φιλίππου για λογαριασμό της δισκογραφικής εταιρίας Minos EMI και κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο MNP.
Ο συγγραφέας -έγινε διεθνώς γνωστός συνυπογράφοντας το σενάριο της υποψήφιας για Οσκαρ ταινίας του Γιώργου Λάνθιμου «Κυνόδοντας»- μοιράζεται με τους αναγνώστες στοιχεία και στιγμιότυπα από τον άνθρωπο Δημήτρη που πήγαινε τις κόρες του στην παιδική χαρά, έπινε καφέ από μια κούπα με την Barbie, έπαιζε Tetris στο Game Boy και έτρωγε κρυφά από τη γυναίκα του μαρμελάδες στο νοσοκομείο όπου νοσηλεύτηκε, στο Παρίσι, όταν έκανε τη μεταμόσχευση.
«Το παρακάτω κείμενο είναι ένα μικρό απόσπασμα από μια συζήτηση που ξεκίνησε στις 18 Απριλίου του 2012 και συμμετείχαν κάποιοι άνθρωποι που έζησαν κοντά του. Ο Βασίλης, ο Σπύρος, η Μυρσίνη, ο Δημήτρης, ο Βασίλης, η Λία, ο Μάκης, η Βένια, ο Γιάννης, ο Ηλίας και η Αναστασία» γράφει ο Φιλίππου στην εισαγωγή του βιβλίου. Ο λόγος για τον οποίο επέλεξε να μην αναφέρει επίθετα είναι προφανής. Ολοι τους μιλάνε για τον «Δημήτρη». Μεταξύ τους πάντως βρίσκονται σίγουρα η γυναίκα του αξέχαστου τραγουδιστή, οι κόρες του, το μόνιμο μπουζούκι του, ο κουμπάρος του και μερικοί στενοί φίλοι...
Η Βένια και κόρες του
- Τρώγαμε όλοι μαζί το μεσημέρι. Πάντα. Κάθε μέρα. Κατά τις πέντε ανέβαινε για ύπνο. Η τηλεόραση ήταν ανοιχτή όλο το εικοσιτετράωρο, γιατί δεν κοιμόταν καλά. Ξυπνούσε συχνά το βράδυ. Δεν σου έδινε ποτέ πληροφορίες για τις εξελίξεις ενός σίριαλ, σου έλεγε να κάτσεις να το δεις άμα θες. Και παρακολουθούσε οτιδήποτε είχε να κάνει με αθλητικά. Ολα τα αθλητικά του κόσμου.
- Λάτρευε τις παντόφλες του. (...) Είχε κάτι παντόφλες καστόρινες. Μόνο αυτές φορούσε. Ούτε υπήρχε περίπτωση να περπατήσει ξυπόλυτος.
- Είχε μια κούπα ροζ με την Barbie. Χρησιμοποιούσε αυτή, γιατί άνοιγε κάπως το στόμιό της πάνω και του άρεσε, γιατί έπινε γαλλικό με αφρόγαλα και μάλλον τον βόλευε.
-Ηταν δικιά μου αυτή η κούπα. Παιδική.
- Μόνο μία φορά μού φώναξε, για το νερό. Δεν θυμάμαι τι είχα κάνει και εκνευρίστηκε. Δεν το είχα βάλει στο ψυγείο ή κάτι τέτοιο. Αλλά ήταν η μόνη φορά που τον άκουσα να φωνάζει.
- Οχι, είχε φωνάξει τότε με τα σουτζουκάκια.
- Ναι. Οντως είχε φωνάξει και τότε. Είχαμε κόψει και οι δύο το κάπνισμα εκείνη την ημέρα και είχαμε νεύρα.
- Τσακωθήκανε για το μέγεθος του σουτζουκακίων.
- Παντού είχε συγκεκριμένη θέση στο σπίτι. Στο σαλόνι, στην κουζίνα, στο τραπέζι του κήπου επίσης. Συνήθως κατέβαινε από το υπνοδωμάτιο γύρω στις εφτά το απόγευμα. Οταν εμείς δεν διαβάζαμε για το σχολείο, καθόμασταν στη θέση του στον καναπέ και βλέπαμε τηλεόραση. Ηταν η καλύτερη θέση για να δει κανείς τηλεόραση. Δεν έλεγε ποτέ κουβέντα. Δεν μας έλεγε ποτέ να σηκωθούμε ευθέως. Εφερνε τον καφέ, τον άφηνε μπροστά μας, μετά έφευγε και έφερνε το νεράκι του και το ακουμπούσε δίπλα στον καφέ, πάλι μπροστά στη θέση του, μετά έφερνε το τασάκι και κάποια στιγμή παίρναμε το μήνυμα και σηκωνόμασταν μόνες μας. Ή καμιά φορά που αφήναμε κατά λάθος λίγο χώρο στην άκρη του καναπέ, δίπλα στη θέση του, ερχόταν και χωνόταν εκεί, στριμωχνόταν εκεί δίπλα μας, με σκοπό να κατακτήσει ξανά το μαξιλάρι του.
- Εχει πάει πολύ παιδική χαρά στη ζωή του και όταν του λέγαμε ότι θέλαμε να πάμε να παίξουμε στην παιδική χαρά, ποτέ δεν έλεγε σε λίγο ή θα δούμε. Απλά έβαζε τα παπούτσια του και πηγαίναμε. Ναι, είχε φάει πολύ παιδική χαρά ο καημένος, και πολλά παιδικά θέατρα κάτι Κυριακές πρωί, μετά από ξενύχτι Σαββάτου, και κάτι τσίρκα στον Μαραθώνα, και κάτι λούνα παρκ.
- Είχε βάλει τα κλειδιά του αυτοκινήτου σε αυτό το μπρελόκ. Ενα μπρελόκ που έγραφε με γαλάζιες πέτρες ΜΠΑΜΠΑΣ. Του το είχα πάρει από την Ελάτη. Μι πι άλφα, μι πι άλφα σίγμα. Και είχε κι ένα ελάφι, του οποίου είχαν ξεκολλήσει τα κέρατα. Αργότερα πρόσθεσε κι έναν Scooby-Doo. Γελοίο. Οταν οδηγούσε, άκουγες το ντρίγκι ντρίγκι, καθώς χτύπαγε το ένα γελοίο κρεμαστό πάνω στο άλλο γελοίο κρεμαστό.
- Οταν έφτιαχνε λίγο ο καιρός, παίρναμε παγωτίνια. Τα ασημένια ήταν με βανίλια και τα χρυσά με σοκολάτα. Η μαμά και η Μυρσίνη τρώγανε αυτά με τη βανίλια. Εγώ κι ο μπαμπάς με τη σοκολάτα. Και στο τέλος πάντα για κάποιο λόγο έμενε ένα χρυσό. Και κοιταζόμασταν κι έλεγε ο ένας στον άλλον παρ' το, δεν το θέλω, όχι, ούτε εγώ το θέλω, φά' το. Και υπήρχε μια στιγμιαία αμηχανία και μετά το έπαιρνε και το έτρωγε. Εκανε σαν μικρό παιδί με αυτό το παγωτίνι σοκολάτα.
- Οταν βγήκαν τα πρώτα Game Boy με χρώμα, είχαμε πάρει ένα η Μυρσίνη και ένα εγώ, και παίζαμε. Και μετά κάπως το πήρε στα χέρια του και ανακάλυψε το Tetris. Νομίζω άλλαξε η ζωή του. Και η ζωή μας. Επαθε εθισμό. Μετά από λίγες μέρες πήγε και πήρε το δικό του Game Boy.
- Του άρεσαν τα καλά ρούχα και παπούτσια. Παλιά τού άρεσαν και τ' αυτοκίνητα τα γερμανικά, ενώ εμένα τα ιταλικά. Είχε μια BMW 316. Τον βρίζαμε και του λέγαμε τι μπουρδέλο είναι αυτό που πήγες και πήρες. Μετά πήρε μια 520. Ασπρη. Γελοίο αμάξι.
- Είχε διάφορους αναπτήρες που του είχανε κάνει δώρο κατά καιρούς. Δεν τους χρησιμοποιούσε. Αν του έκλεβες τον μικρό Bic που είχε πάνω στο πακέτο του, γινόταν της πουτάνας. Μπορούσε να σε σκοτώσει για τον μικρό πλαστικό αναπτήρα. Με τον Ευαγγελάτο είχε τσακωθεί πολλές φορές κατηγορώντας τον για την απώλεια του Bic. Εβαζε το αναπτηράκι ξαπλωτό δίπλα στο τασάκι και ακουμπούσε το τσιγάρο πάνω στον αναπτήρα για να γίνεται η πρόσβαση ακόμα πιο δύσκολη για τον επίδοξο κλέφτη.
- Λάτρευε τον Μαραθώνα και ήθελε όταν κλείνουν τα σχολεία την επόμενη κιόλας μέρα να είμαστε εκεί. Του άρεσε δεν φαντάζεσαι πόσο το σπίτι στον Μαραθώνα. Κολυμπούσε φορώντας το καπελάκι του.
- Τι καπελάκι; Τι χρώμα; Είχε ξεβάψει;
- Καπελάκι από το πανηγύρι της σχολής Μωραΐτη. Ροζ. Είχε ξεβάψει από την αλμύρα και τα χρόνια.
- Οταν ξεκίναγε να πει ένα αστείο, έκανε ένα μικρό μορφασμό κάθε φορά. Και όλοι ήξεραν ότι τώρα θα πει αστείο. Αυτό το γούσταρα. Το έκανε με τον ίδιο τρόπο κάθε φορά.
- Ανοιγε την ντουλάπα στο σπίτι και έβαζε πάντα την πάνω πάνω μπλούζα. Για να τις φοράει όλες έπαιρνα τις κάτω και τους άλλαζα θέση.
- Λάτρευε να πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ και τις ηλεκτρολογικές εργασίες. Μάζευε λάμπες, λαμπάκια, κατσαβιδάκια, εργαλειοθήκες, τα πάντα. Τέσσερις ντουλάπες γεμάτες πολύπριζα, καλώδια, γλόμπους και ντουί.
- Δεν έκανε δώρα ποτέ. Σου έπαιρνε ό,τι ζήταγες. Μόνο ένα δερμάτινο λευκό μπουφάν μού είχε πάρει δώρο παλιά, κάπως σαν μοντγκόμερι.
- Του άρεσε πολύ το θέατρο του Δημήτρη. Βαριόταν το σινεμά. Εμένα μου άρεσε πιο πολύ το σινεμά.
- Αυτό που του άρεσε πολύ ήταν το κρέας, τα παϊδάκια. Αυτό που δεν του άρεσε καθόλου ήταν να μην είναι κάποιος στην ώρα του σε κάποιο ραντεβού.
- Δεν είχε πορτοφόλι. Στη μια κωλότσεπη έβαζε τα πενηντάρικα, στην άλλη κωλότσεπη τα κατοστάρικα και στην μπροστινή τσέπη του παντελονιού του τα τάλιρα και τα ψιλά.
- Κινητό δεν είχε. Του είχα δώσει στο Παρίσι κάποια στιγμή ένα δικό μου φούξια motorola. Αυτό είχε, αλλά δεν νομίζω ότι πήρε ποτέ κάποιο τηλέφωνο ή ότι απάντησε σε κάποια κλήση.
- Οταν ψώνιζε μόνος του, πήγαινε κι έπαιρνε πέντε παντελόνια, έξι μπουφάν και δέκα πουκάμισα μαζί. Με μικρές αποκλίσεις στο χρώμα. Μαζεμένα. Για να έχει.
- Ο Δημήτρης δεν σου έλεγε ποτέ αυτό που τον ενοχλεί. Και δεν ήταν μόνο ότι δεν το έλεγε, δεν το έδειχνε κιόλας. Και απλά μια μέρα γινόταν μια έκρηξη και κανείς δεν ήξερε γιατί. Δεν του άρεσε να είναι μόνος του. Ηταν μοναχικός, αλλά δεν του άρεσε να είναι ποτέ μόνος του. Είχε συνηθίσει να είμαι πάντα μαζί του, να είμαστε πάντα μαζί. Δεν ήθελε να του λείπω. Δεν ήθελε να κοιμάται μόνος του. Δεν έλειπα ποτέ. Μόνο δύο φορές που πήγα στο Παρίσι για λίγες μέρες τον είχα αφήσει. Ποτέ άλλοτε. Δεν με ενοχλούσε τίποτα πάνω του.
- Ούτε καν το ότι έτρωγε τις μαρμελάδες;
- Ναι. Με εκνεύριζε ίσως τότε με τη μεταμόσχευση, που δεν έπρεπε να τρώει μαρμελάδες κι αυτός έκλεβε τις μαρμελάδες κρυφά από τα τρόλεϊ των πρωινών στο νοσοκομείο και τις έτρωγε. Αλλά νομίζω ότι δεν μετράει αυτό σαν κάτι που να με ενοχλούσε σε αυτόν. Οχι, αυτό ήταν ασήμαντο.
Ηθελε να φωτίζονται οι μουσικοί, έκανε μπάνιο με την κολόνια και δεν του άρεσαν οι μελιτζάνες
- Καθόταν πάντα στο κέντρο της σκηνής και δεν ήθελε καπνούς τεχνητούς. Ηθελε να φωτιζόμαστε, να φωτίζονται οι μουσικοί, γιατί του άρεσαν οι εκφράσεις που κάνουμε όταν παίζουμε, θεωρούσε ότι είχε ενδιαφέρον να βλέπει κανείς κάποιον την ώρα που παίζει μουσική. Και έλεγε πάντα κάτι λίγο στο κοινό και σχεδόν πάντα το ίδιο. Κάτι σαν «Καλώς ήλθατε. Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ που είστε κοντά μας. Εύχομαι να περάσετε ένα ωραίο βράδυ». Μπορεί να άλλαζε καμιά λέξη, αλλά πάνω κάτω αυτό ήτανε.
- Αυτή η κίνηση με το δεξί του χέρι, που το σήκωνε όταν τελείωνε το τραγούδι. Που το ανέβαζε προς τα πάνω και μετά το έφερνε με δύναμη, με μίσος σχεδόν, προς τα κάτω πολύ γρήγορα. Και όταν τέλειωνε και το τελευταίο τραγούδι έφευγε από την πίστα κοκκινισμένος και με ιδρώτα στο πρόσωπό του και κάθε, μα κάθε φορά φεύγοντας έκανε ένα μικρό φου, ένα μικρό ξεφύσημα. Κάθε φορά. Σαν να είχε ακουμπήσει κάτι βαρύ, σαν να είχε μόλις τελειώσει κάτι βαρύ πίσω. Και σαν να μην έχει τίποτα άλλο μέσα του πια.
- Κούναγε τον ώμο του και σήκωνε το δεξί του χέρι. Αυτή ήταν η κίνησή του και ήταν σαν να μας διευθύνει, εκείνη την ώρα λειτουργούσε σαν διευθυντής ορχήστρας. Αν τον ήξερες, καταλάβαινες ότι όταν έπαιρνε ανάσα ετοιμαζόταν να μπει, πότε έπρεπε να τραβήξεις δυο τρία μέτρα παραπάνω και από το χέρι του το δεξί, τις κινήσεις του χεριού του, πότε θα έβγαινε, πότε θα έκοβε.
- Ενα βράδυ μετά από μια συναυλία στη Γερμανία πεινάγαμε και μας είπανε ότι υπάρχει ένα ελληνικό εστιατόριο κάπου κοντά. Ημασταν τρεις τέσσερις μουσικοί κι αυτός. Οταν φτάσαμε, το μαγαζί ήταν ανοιχτό, αλλά μόλις είχε φύγει ο μάγειρας. Ο Δημήτρης ρώτησε τον ιδιοκτήτη αν είχε μακαρόνια. Τα πήρε, μπήκε στην κουζίνα και έφτιαξε μια μακαρονάδα και φάγαμε.
- Δεν του άρεσαν οι μελιτζάνες καθόλου. Και μια φορά σε ένα τραπέζι η γυναίκα μου είχε φτιάξει μοσχάρι με πουρέ μελιτζάνας. Δεν είπε τίποτα. Το έφαγε όλο. Και μετά από ώρα της είπε: «Και να σου πω και κάτι; Δεν μ’ αρέσουν οι μελιτζάνες». Αυτό το «Και να σου πω και κάτι;» το έλεγε συχνά πολύ. Το έβαζε στην αρχή των προτάσεων συνήθως, λες και είχε πάντα να συμπληρώσει κάτι, ενώ δεν είχε, αλλά του άρεσε πολύ να το λέει. Οπως χρησιμοποιούσε συχνά και τις φράσεις «Αυτό εμένα δεν με αφορά» ή «χέστηκα» και ξέροντας ότι αυτά τα δύο σήμαιναν το ίδιο πράγμα και είχαν την ίδια ουσία, το ένα το χρησιμοποιούσε σε κοινωνικοπολιτικές αναλύσεις και το άλλο σε πιο απλές συζητήσεις. Το ένα για καλό, για επίσημο, και το άλλο για πρόχειρο.
- Ερχόταν στο γραφείο μου στη Minos γύρω στις τρεις - τρεισήμισι, έβαζε καφέ και ψέλλιζε ψιθύρους ανάμεσα σε σιωπηλά δεκάλεπτα τσιγάρων. Σιγά σιγά έπαιρνε μπροστά, υπήρχε ένα ροντάρισμα στην ομιλία και ύστερα μου ανακοίνωνε ότι θα πάει για ύπνο. Απογευματινό δίωρο. Θα σηκωνόταν στις εννιά, θα έκανε ένα μπάνιο, μετά ένα δεύτερο μπάνιο με την κολόνια του και θα πήγαινε να τραγουδήσει.
- Ποια κολόνια;
- Eau Sauvage.
- Dior;
- Dior. Ολα αυτά τα χρόνια πάντα η ίδια ήταν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου