ΑΣ ΚΕΡΔΙΣΟΥΜΕ ΠΑΡΕΑ


powered by Agones.gr - Stoixima

Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

Ποτέ δεν είδε ένα χαμόγελο όμοιο με το δικό του...

Ποτέ δεν είδε ένα χαμόγελο όμοιο με το δικό του...
Ή Λειτουργία μόλις είχε τελειώσει. Βγαίνοντας άπό την εκκλησία οι προσκυνητές έσπευσαν προς τό κτίριο του μοναστηρίου, πού στεγάζει τό κελλί του περίφημου «στάρετς»* πατέρα Σεραφείμ, πού είχε τή φήμη ότι κάνει θαύ­ματα, θεραπεύει άρρωστους και γνωρίζει τό μέλλον. Γιατί, βασικά, αυτόν είχαν την επιθυμία νά χαιρετήσουν.


Ανάμεσα σ" αυτούς τούς επισκέπτες βρισκόταν ή οικο­γένεια τοϋ συγγραφέα Άκσάκωβ.

Ή Νάντια 'Ακσάκωφ, κο­ριτσάκι ακόμη, εκείνη τήν εποχή, θά θυμότανε γιά όλη της τή 2ωή αυτό πού εϊδε στήν «Έρημο τοϋ Σάρωφ» μονα­στήρι χωμένο βαθειά μέσ' οτά απέραντα δάση στήν καρδιά της Ρωσίας. Παραφράζομε ελαφρά τή διήγηση της:

Ένας καλόγερος, γεροντάκι πιά, τούς έδειχνε τό δρό­μο. Σέ λίγο οί προσκυνητές φτάνουνε έτσι μπροστά σέ μιά χαμηλή πόρτα. Ό οδηγός πρόφερε τά συνηθισμένα λόγια: «Κύριε Ίησοϋ Χριστέ, Υιέ τοϋ Θεού, έλέησον ημάς τούς αμαρτωλούς».
Σιωπή. Τό «αμήν» πού θά τούς έδινε τήν άδεια νά μπουν, δέν ακούστηκε άπό κανένα.
Προσπαθήστε έσεϊς οί άλλοι, είπε ό γέροντας. "Αν­δρες, γυναίκες, παιδιά πρόφεραν ό καθένας μέ τή σειρά του τήν ευχή.

Αν δέν άπαντάη, θά πή πώς δέν είναι μέσα στό κελλί του, είπε ό καλόγερος συμπερασματικά. Θά πήδηξε άπό τό παράθυρο ακούγοντας στήν αυλή τό θόρυβο των άμαΕιών οας. Πάμε νά δοΰμε.

Ακολουθώντας τόν οδηγό τους, οί προσκυνηταί, έστρι­ψαν στή γωνία τοΰ κτιρίου και βρέθηκαν κάτω άπό τό πα­ράθυρο τοϋ κελλιοϋ τοϋ πατρός Σεραφείμ. Κάτω στή γη, διακρίνονταν καθαρά τά ίχνη δύο ποδιών πού φορούσαν «λάπτι».

Τόσκασε, αναστέναξε ό γέρο - καλόγερος, κουνών­τας τό κεφάλι.

Γιά νά τόν δή κανείς, πρέπει νά ψάξη στο βάθος τοϋ δάσους, όπου έχει ένα έρημητήριο.

Δέν έχετε πολλές πιθανότητες νά τόν βρήτε, είπε ό ηγούμενος τοϋ μοναστηριού βλέποντας τήν ομάδα τών επι­σκεπτών. Θά κρύβεται μέσ' στους θάμνους, θά ξαπλώνη μέσ' στα χορτάρι. Έκτος άν απάντηση στό κάλεσμα τών παιδιών. Πάρτε όσο πολλά παιδιά μπορείτε. Αφήστε τα νά τρέξουν μπροστά άπό σας.

«Τό δάσος, διηγείται ή Νάντια Άκσάκωφ γινόταν όλο και πιό πυκνό. Ή ύγρή του σιωπή μάς τύλιγε. Μόλις και μετά βίας βλέπαμε καθαρά κάτω άπό τό θόλο τών πα­νύψηλων ελατιών. Νοιώθαμε κάπως βαρειά μέσα σ' αυτό τό σκοτεινό δάσος. Ευτυχώς μιά αχτίνα ήλιου έλαμψε ανά­μεσα άπό τά φορτωμένα βελόνες κλαδιά.

Πήραμε πάλι κου­ράγιο και βαλθήκαμε νά τρέχουμε άπό κεϊ πού πρόβαλε τό φως. Ένα πράσινο ξέφωτο πλημμυρισμένο άπό ήλιο, ανοί­χτηκε μπροστά μας. Έκεϊ τά πόδια ενός έλατου, πού φύ-,τρωνε ξέχωρα άπ' τ' άλλα, ένα γεροντάκι ζαρωμένο, σκυ­φτό ώς τό χώμα' έκοβε γρήγορα μέ τό δρεπάνι του τά με­γάλα βλαστάρια τών χορταριών.

Ακούγοντας θόρυβο ανα­σηκώθηκε, έστησε τό αυτί του πρός τή μεριά τοϋ μοναστη­ριού και σάν τόν παγιδευμένο λαγό, ώρμηοε πρός τό δάσος, άλλά γρήγορα λαχανιάζοντας, στάθηκε, κοίταξε φοβισμένα πρός τά πίσω και πέφτοντας μπρούμητα μέσ' στό χορτάρι έγινε άφαντος.

Πάτερ Σεραφείμ, Πάτερ Σεραφείμ! Είμαστε καμμιό εικοσαριά πού τόν φωνάζαμε έτσι.
Στό άκουσμα τών παιδικών φωνών μας, δέν μπόρεσε νά κρατηθή στόν κρυψώνα του. Τό γέρικο κεφάλι του φά­νηκε πάνω άπό τό χορτάρι. Μέ τό δάκτυλο πάνω στο στό­μα, έμοιαζε νά μας ζητά νά μή προδώσουμε τήν παρουσία του στοάς μεγάλους.

Άφοϋ έκανε πέρα τά χόρτα γιά νά μας άνοιξη ένα πέ­ρασμα, κάθισε και μας έγνεψε νά πλησιάοωμε. Ή μικρή Λί­ζα μόλις μεγαλύτερη άπό ένα μωρό πλησίασε πρώτη και άφοϋ ρίχτηκε στήν αγκαλιά του, ακούμπησε τό δροσερό μαγουλάκι της στόν τραχύ ώμο τοϋ γέροντα.

Θησαυροί μου! Χρυσά μου! μουρμούριζε σφίγγον­τας καθένα άπό πάνω στό αδύνατο στήθος του.
Γεμάτα εμπιστοσύνη, ευτυχισμένα, τόν φιλούσαμε. Άλλα ό νεαρός βοσκός Σιόμα γύρισε πίσω και έτρεξε πρός τό μοναστήρι φωνάζοντας: «Άπ' έδώ! Άπ' έδώ! * Ε­κεί είναι ό πάτερ Σεραφείμ».

Ντραπήκαμε. Οί φωνές μας και τά αγκαλιάσματα μας μας φάνηκαν σάν προδοσία.
Γυρνώντας πάλι πίσω στό μοναστήρι, ή μικρή Λίζα, πού ό γέροντας είχε σφίξει πρώτη στήν αγκαλιά του, πλησίασε τήν αδελφή της και παίρνοντας της τό χέρι, είπε: «Ό πά­τερ Σεραφείμ κάνει πώς είναι γέρος, στήν πραγματικότητα όμως είναι παιδί σάν και μας, έτσι δέν είναι Νάντια;»

Πράγματι, ποτέ, σ' όλη της τή ζωή, γράφει στά γηρατιά της ή Νάντια Άκσάκωφ, δέν συνάντησε βλέμμα μέ τέ­τοια παιδική καθαρότητα σάν τοϋ πατέρα Σεραφείμ. Ποτέ δέν είδε ένα χαμόγελο όμοιο μέ τό δικό του. «"Έτσι γελά ένα νεογέννητο», λένε οί γρηές παραμάννες «όταν παίζη στόν ϋπνο του μέ τους Αγγέλους».

Όλες τις Κυριακές και τις γιορτές ά πάτερ Σεραφείμ, παρακολουθούσε και κοινωνούσε τήν πρωινή λειτουρ-για ατήν μικρή έκκλησούλα τοϋ νοσοκομείου τοϋ μοναστη­ρίου.

«Πλούσιοι και φτωχοί, συνεχίζει τή διήγηση της ή Νάν­τια Άκσάκωφ, τόν περιμέναμε Ολοι μας νά 6γή στριμωγμέ­νοι γύρω άπό τό νάρθηκα τής εκκλησίας. Μόλις εμφανιζό­ταν, Ολα τά μάτια καρφωνόντουσαν επάνω του».

Αυτή τή φορά ή προσκυνήτρια μάς περιγράφει ένα πα­τέρα Σεραφείμ πολύ πιό διαφορετικό άπ' αυτόν πού είδα­με πριν.
«Ήταν ντυμένος μέ τό παραδοσιακό μοναχικό ένδυμα (μεγάλη μαύρη κάπα) κα'ι φορούσε τά διακριτικά τής ίερω-σύνης του, τό έπιτραχείλι και τά έπιμανίκια (πού οί Ορθό­δοξοι ιερείς γιά νά ίερουργήσουν τά δένουν στους καρ­πούς τους).

Ή χαρά τοϋ άνθρωπου πού πήρε μέρος στό ευχαριστιακό δείπνο, έλαμπε στό πρόσωπο του, μέ τό ψη­λό μέτωπο, μέ τά κινούμενα χαρακτηριστικά. Ή λάμψη τής ευφυίας λαμπύριζε μέσα στά μεγάλα του γαλάζια μάτια. Κατέβαινε σιγά - σιγά τά σκαλοπάτια, λίγο κουτσαίνοντας και παρά τήν αναπηρία του αυτή και τήν καμπούρα πού είχε πίοω στόν ώμο, έμοιαζε νάχη και είχε πραγματικά μιά μεγαλόπρεπη ομορφιά».

Μετά τήν Θεία Κοινωνία, ό πατήρ Σεραφείμ, περνούσε συνήθως ανάμεσα άπό τις πυκνές γραμμές τών προσκυνη­τών, μέ τά μάτια χαμηλωμένα, χωρίς νά μιλά σέ κανέναν. Αυτήν τή φορά όμως σταμάτησε.

«Δέν θά ξεχάσω ποτέ, γράφει ή Νάντια, τό εμπνευσμέ­νο βλέμμα του, τό μεταμορφωμένο πρόσωπο του και τόν τόνο τής φωνής του, όταν απευθύνθηκε πρός τό πλήθος. Μιλούσε γιά τόν Άγιο Σταυρό και τή σημασία του γιά τόν πιστό. Τά λόγια του ηχηρά, άπλα, εύγλωττα κυλούσαν χω­ρίς κόπο και έμπαιναν στις ψυχές. Μιλούσε μέ παρρησία κατά τό παράδειγμα τοϋ Χριστού, τοϋ Κυρίου και Διδασκά­λου του, και Οχι όπως οί Γραμματείς και οί Φαρισοαϊοι».

* * *

Σ' έξη περίπου χιλιόμετρα άπό τό μοναστήρι, μέσα στά βάθη τοϋ δάσους, ό πάτερ Σεραφείμ, είχε ένα έρημητήριο μιά φτωχική «ϊσμπα» καμωμένη άπό κούτσουρα πού τήν ώνόμαζε «ή μακρυνή μου έρημος». Έκεϊ πήγαιναν όλοι οί προσκυνητές νά τόν δοϋνε. "Αλλους, τούς υποδέχονταν κα­θιστός πάνω στό πλατύσκαλο τής πόρτας του, άλλους τούς έβαζε μέσα γιά νά προοευχηθοϋν μαζί μπροστά στήν εικό­να τής Παναγίας.

Άπ' έξω, στόν κορμό ένας αιωνόβιου έλατου, είχε στε­ρεώσει επίσης μιά εικόνα τής Μητέρας τοϋ Θεοϋ. Συχνά οί επισκέπτες τόν έβρισκαν όρθιο μπροστά της, νά κάνη ήρεμα και απαλά πολλές - πολλές φορές τό σημείο τοϋ σταυ­ρού, συνηθισμένος στήν αδιάλειπτη προσευχή του. Τότε, τά γόνατα, λύγιζαν αθέλητα, τά μάτια στρέφονταν πρός τόν ουρανό. Κάτω άπό τόν θόλο μέ τά μεγάλα έλατα όλοι ήσαν δοσμένοι στήν προσευχή. Κάτω άπό τό ξέφωτο τό σιωπη­λό, ένας άγγελος τής ειρήνης πετούσε.

Κάποια μέρα πήγε στήν «μακρυνή έρημο» μιά αδελφή άπό τό μοναστήρι τοϋ Ντιβέγιεβο. Περνούσε μιά περίοδο αγωνίας και άπογοητεύσεως τόσο, πού νά θελήση νά φύγη άπό τό μοναστήρι, όπου ή δουλειά τής μαγείρισσας τής προ­καλούσε απέχθεια. Ό γέροντας έδωσε ευλογία νά έλθη νά τόν δή.

Πλησιάζοντας, όμως, τί άντίκρυσε; Τόν ερημίτη κα­θιστό έξω άπό τό κελλί του μέ μιά πελώρια αρκούδα μπρο­στά στά πόδια του.
Βοήθεια, πάτερ! φώναξε ή φτωχή μοναχή. ^Ηρθε τό τέλος μου!

Εκείνος, έδιωξε τήν αρκούδα και είπε γελαστά:
Όχι, μητερούλα, δέν ήρθε τό τέλος σου ακόμα. Τό τέλος αου είναι μακριά. Αντίθετα, πρόκειται γιά μεγάλη χαρά.

Άφοϋ τήν καθησύχασε, τήν έβαλε νά καθήση πλάι" του πάνω σ' ένα κορμό δένδρου, άλλά ή αρκούδα ξανάρθε και ξάπλωσε πάλι στά πόδια του.Έτρεμα σύγκορμη, διηγείται ή καλόγρηα, ενώ ό πάτερ Σεραφείμ βάλθηκε νά τής δίνη κομμάτια ψωμιού πού έβγα­ζε άπά τό σακκούλι του, τόσο ήρεμα, σάν νά μήν είχε νά κάνη μέ μιά αρκούδα άλλά μ' ένα αρνάκι. Τότε πήρα ξανά κουράγιο. Αυτό πού μοϋ έκανε περισσότερη εντύπωση ή­ταν τό πρόσωπο τοϋ γέροντα. 

"Ηταν καθαρό, διάφανο και χαρούμενο σάν τό πρόσωπο ενός αγγέλου. Τέλος, όταν αισθάνθηκα εντελώς ασφαλής, μοϋ έδωσε τό υπόλοιπο τοϋ ψωμιού και μοϋ είπε νά δώσω έγώ ή ίδια στήν αρκούδα νά φάη. Έγώ όμως απάντησα: «Όχι πάτερ, θά φάη και τό χέρι μου μαζί». (Συγχρόνως όμως σκεπτόμουνα: Τόσο τό καλλίτερο.

Δέν θά είμαι πιά αναγκασμένη νά δουλεύω στή κουζίνα). Ό πάτερ Σεραφείμ χαμογέλασε: «Πίστεψε με, μητερούλα, δέν θά φάη τό χέρι σου». Τότε λοιπόν, πήρα τό ψωμί, και μικρά - μικρά κομματάκια τό έδινα στό ζώο. Ηταν τόση ή ευχαρίστηση πού αισθανόμουνα, ώστε στε­νοχωρήθηκα πολύ Οταν έτελείωσε τό ψωμί.

« "Θυμάσαι μητερούλα, ένα λιοντάρι υπηρετούσε τόν άγιο Γεράσιμο στήν έρημο. Μιά αρκούδα υπηρετεί τό φτω­χό Σεραφείμ. Βλέπεις, τά ζώα μας υπακούουν. Και σύ, χά­νεις τό θάρρος σου. Γιατί; κάνε υπομονή. Θά έχετε χαρά εσείς έκεϊ στό μοναστήρι. Επισκέπτες διάσημοι θάρθοϋν, ζητώντας τά νέα τοϋ φτωχού Σεραφείμ και σύ, χωρίς διστα­γμό θά τούς πής τότε πώς μαζί δώσαμε φαί σέ μιά αρκού­δα. "Αν είχα ένα ψαλίδι θά έκοβα λίγο άπό τό τρίχωμα της, γιά απόδειξη. Σέ ικετεύω, μητερούλα, μήν χάνεις ποτέ τό κουράγιο σου, γιά τίποτε! »

Τότε, μέ όλη τήν απλότητα, τού είπα: «Αν οί αδελφές βλέπανε τήν αρκούδα σας, θά πέθαιναν άπό φόβο». Δέν θά τήν δουν! Και άν κανείς τήν σκότωνε, ώ πόσο θά λυ-πόμουνα! Ούτε και θά τήν σκοτώσουν. Έκτος άπό σένα κανένας άλλος δέν θά τήν δή.
Σκεπτόμουνα ακόμη: «Πώς θά μ' ακούσουνε οί αδελ­φές, όταν θά τούς διηγηθώ αυτό τό θαύμα». Άλλά ό γέ ροντας απαντώντας στις σκέψεις μου: «Πριν περάσουν έντεκα χρόνια μετά τό θάνατο μου, δέν θά πης τίποτε οέ κα­νένα, μητερούλα. Τότε πιά θά ξέρης σέ ποιόν νά το πης».

* * *

Ποιος ήταν αυτός ό παράξενος άνθρωπος, ή ύπαρξη αύτη μέ τά διάφανα μάτια, πού ζούσε στήν καρδιά τοϋ δά­σους, φίλος μέ τις αρκούδες και τά παιδιά;

Evας «πτωχός τω πνεύματι»; ένας διά Χριστόν σά­λος; ένας στάρετς μέ κύρος, πλημμυρισμένος μέ τά χαρί­σματα τοϋ Αγίου πνεύματος;

Δέν έρχεται σέ μας διά μέσου τών αιώνων ή λευκή οιλουέττα του; Στις μέρες μας ακόμα, υπήρχαν άνθρωποι πού ήξεραν άλλους ανθρώπους πού είχαν τήν ευτυχία στά νειάτα τους νά τόν πλησιάσουν. Οί μαρτυρίες πού αφορούν τή ζωή του είναι τόσο πολυάριθμες, πού θά ήταν αδύνατον νά τις άναφέρη κανείς όλες. Οταν πέθανε, τό 1833, ό Πούσκιν και ό Γκόγκολ ήσαν ζωντανοί και γράφανε ακό­μα, και ό Ντοστογιεφσκυ ήταν δώδεκα χρόνων.

Όσο ήταν ακόμα στήν ζωή, ή Ρωσία τόν τιμούσε κιόλας σάν άγιο.

Μετά τόν θάνατο του, μας μένει ένα μήνυμα:
Ποιά ήταν αυτή ή εξαιρετική άγιότης;
Ποιό ήταν αυτό τό μήνυμα;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου