Ο David Ayer θέλει να γίνει μεγάλος και τρανός. Θέλει να κάνει μεγάλα blockbuster που περιστρέφονται γύρω από ένα σενάριο δράσης. Θέλει να συγκινήσει τα πλήθη με μια
τραγική σκηνή. Θέλει, εν πάσει περιπτώσει, να φανεί σοβαρός και όχι άλλος ένας απλός σκηνοθέτης που έχει κάτι να πει. Στο Fury το προσπαθεί, μα δεν το καταφέρνει, όχι σε ικανοποιητικό βαθμό.
τραγική σκηνή. Θέλει, εν πάσει περιπτώσει, να φανεί σοβαρός και όχι άλλος ένας απλός σκηνοθέτης που έχει κάτι να πει. Στο Fury το προσπαθεί, μα δεν το καταφέρνει, όχι σε ικανοποιητικό βαθμό.
Και αυτό γιατί δεν έχει καταφέρει να ανακαλύψει τους κατάλληλους κώδικες που η προηγούμενη γενιά εμπορικών σκηνοθετών παρέδωσε. Προσπαθεί να πλέξει μια ιστορία που εκτυλίσσεται στις εκπνοές του του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και αφορά σε μια στρατιωτική ομάδα και το τανκ που αυτή επιβαίνει. Να δείξει χαρακτήρες που στην αρχή φαίνονται σκληροί ή χαζοί και να μας αλλάξει πλήρως γνώμη γι’ αυτούς μέχρι το τέλος.
Μα δεν ξέρει πώς να το κάνει. Βιάζεται πάρα πολύ και καταναλώνει ανισομερώς το φιλμικό χρόνο. Όχι, δεν αρκεί μια κλισέ ιστορία «υιοθεσίας» εν μέσω σκληρών καταστάσεων για να πεις πως μιλάς για τις ανθρώπινες σχέσεις. Με ένα συνονθύλευμα ατακών βγαλμένων από το εγχειρίδιο των καλών κλισέ, ένα κάθαρμα δε μετατρέπεται σε άνθρωπο ευαίσθητο με απάνθρωπη φενάκη γιατί, όπως και να το κάνουμε, έχουμε πόλεμο. Και εντάξει, θες να φανείς πως δεν είσαι αμερικανάκι καραμπαντάμ.
Σε αυτήν την περίπτωση θες να πεις πως ναι μεν οι ναζί ήταν απάνθρωποι, αλλά και οι αμερικάνοι δεν ήταν και τίποτα καλόπαιδα στο κάτω-κάτω. Σωστή σκέψη και σου το παραδέχομαι, αλλά και πάλι, το παρατραβάς. Ναι, ο πόλεμος σε φέρνει στα άκρα, μα εσύ το παρακάνεις, και χρονικά και σεναριακά, ώσπου στο τέλος η υποθετικά βάρβαρη σκηνή καταλήγει να φαίνεται αρχικά κωμική και έπειτα τραβηγμένη από τα μαλλιά. Δεν κατέχεις τις απαραίτητες λεπτομέρειες.
Και αυτό είναι κρίμα, γιατί όταν έρχεται η ώρα της δράσης, πραγματικά κύριε Ayer, λάμπεις. Μετατρέπεις μια όχι ιδιαίτερα φαντεζί σκηνή μάχης μεταξύ δύο τανκ σε ρεσιτάλ σασπένς. Έχεις ματιά στην γκριζάδα του πεδίου του πολέμου και φαίνεται πως έψαξες να βρεις τις ανάλογες λεπτομέρειες.
Επιλέγεις και καλούς ηθοποιούς να παίξουν τους ρόλους της μονάδας (άσχετα αν 4 από τους 6 δεν τους θυμάμαι ούτε δέκα λεπτά μετά την προβολή). Και δημιουργείς και μια τελική σκηνή μάχης σπιλμπεργκικών προδιαγραφών, κομπλέ με τα καταιγιστικά πυρά και το σωστών αναλογιών μελόδραμα. Μα αυτά, αν και το σώζουν ελάχιστα, δεν σε κάνουν τόσο καλλιτέχνη όσο νομίζεις. Αν και σου θέτουν καλές βάσεις για το μέλλον.
Αν έβλεπε τα προσόντα της πιο καθαρά και εστίαζε σε αυτά, θα ήμουν ικανοποιημένος. Αλλά, μέχρι να φτάσουμε στις ουσιαστικές σκηνές για τις οποίες θα την επαινούσα, κουράστηκα. Με περισσότερη εγκράτεια και έναν καλό σεναριογράφο, ο Ayer μπορεί να πάει ψηλά.
Σκηνοθεσία: David Ayer. Πρωταγωνιστούν: Brad Pitt, Shia LaBeouf, Logan Lerman, Michael Peña. Στους κινηματογράφους από τη Feelgood.
πηγη
πηγη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου