Συμβουλές από παθών και μαθών!
Εδώ και δυόμιση χρόνια που εμφανίστηκε στη ζωή μας το master chef, τα πάντα στην οικογένεια μου έχουν αλλάξει. Το πρόβλημα στην αρχή ήταν μικρό. Βλέπετε, ζούσαν ακόμα μαζί μας τα παιδιά και το μητρικό ένστικτο υπερίσχυε της μαγειρικής εμμονής. Το 2011 και με το master chef junior η κατάσταση ήταν αρκετά ελεγχόμενη με κάποιες έντονες εξάρσεις τύπου «Τα δικά μας παιδιά γιατί δεν έμαθαν ποτέ να τηγανίζουν ένα αβγό;» Ή «Η Μαρινούλα γιατί περιφρονεί το πατέ;» Ή «Πως θα βγάλει ο Νικολάκης καλή γκόμενα αν δεν λέει rib eye τα παϊδάκια;». Δεν έδινα πολύ σημασία. Της πέταγα ένα «άσε μας ρε γυναίκα» που έπιανε πάντα και συνέχιζα να διαβάζω την εφημερίδα μου.
Μέχρι φέτος με το Master Chef 2 που η κατάσταση έφυγε εκτός ελέγχου. Εγώ πια δε ζω μια ζωή όπως κάθε άλλο φυσιολογικό σπίτι στις «οικογενειακές ιστορίες»,
Ζω το θρίλερ «Το Μαρικάκι κρατάει χασαπομάχαιρο»!
Να τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Με τη γυναίκα μου είμαστε 25 χρόνια μαζί. Μια χαρά περνούσαμε. Τα φαγάκι μας το είχαμε, τα δύο παιδάκια μας τα μεγαλώναμε, τα τραπεζώματα μας σε φίλους τα κάναμε και το barbequeτο καλοκαίρι στο μπαλκόνι και το διασκεδάζαμε και το απολαμβάναμε. Ποιος διάολος μπήκε μέσα της και αποφάσισε ότι η κουζίνα μας δεν είναι gourmet και θέλει να την αλλάξει, δε ξέρω. Κάποιοι φίλοι μού λένε ότι τον διάολο τον λένε Άκη Πετρετζίκη. Αλλά εγώ δεν το πιστεύω αυτό.
Κάθισα ένα πρωινό, είδα το παλικάρι, τον άκουσα να λέει τα δικά του σε μια ξανθούλα και ένατύπο που όλο έτρωγε και συμπέρανα ότι το παιδί δεν είναι καθόλου επικίνδυνο. Η Μαρίκα πρέπει να υποφέρει από κάτι πιο άσχημο. Για να καταλάβετε τη σοβαρότητα της κατάστασης, θα σας πω ότι έχει φτάσει η μούρλια της σε τέτοιο σημείο που πια δε θέλει να ψωνίζουμε από τον Κυρ Γιώργη τον μανάβη που φέρνει και ναξιώτικες πατάτες αλλά θέλει να πηγαίνουμε σε delicatessen. «Είναι κυρά μου καιρός να πηγαίνουμε στο Κολωνάκι και τις Κηφισιές για ψώνια;», της λέω μήπως και καταλάβει με το καλό. «Τη σύνταξη μου θα τη φάω όπου θέλω εγώ», μου πετάει εκείνη και αρχίζει να ακονίζει το μαχαίρι, όπως είχε δείξει οΛουκάκος σε ένα master class, με τέτοια μανία που λουφάζω στη πολυθρόνα μου και παίρνω τημάνα μου στο τηλέφωνο για να την ξεματιάσει μήπως μας βρει κανένα κακό και τρέχουμε και δε φτάνουμε.
Γιατί νηστικός αντέχω. Νεκρός, όχι.
Έτσι κάπως, της επέτρεπα κάθε μέρα να ζει το ονειρό της και να μαγειρεύει φαγητά που δεν τρωγόντουσαν. Βέβαια, δεν ήταν μόνο τα φαγητά που με ξένιζαν. Ήταν και οι μερίδες που ήταν τόσο μικρές που πάντα νηστικός ένιωθα. Τόση πείνα από εργένης έχω να νιώσω. Ταξιτζήςείμαι, δεν είμαι ο Κάρολος της Αγγλίας. Μετά από ένα 12ωρο στο τιμόνι το στομάχι βαράειταμπούρλο και δεν ησυχάζει με τσιπς παντζαριού. Όχι για να λέμε τα σωστά. Με τσιπς παντζαριού κανείς δε χορταίνει.
Μόνο η Μαρίκα.
Που «έστηνε» μισή ώρα το πιάτο, με ένα τεράστιο χαμόγελο, στο νεροχύτη, μου το έφερνε στο τραπέζι με περπάτημα αθλήτριας στη σύγχρονη κολύμβηση και στεκόταν μπροστά μου με βλέμμα γεμάτο προσμονή και επιθυμία. Στην αρχή δεν είχα καταλάβει τι γινόταν. Νόμιζα πως ήθελε σεξ. «Σου μαγείρεψα πασά μου, έλα μέσ’ την αγκαλιά μου». Αλλά δεν ήθελε αυτό. Βαθμόπερίμενε η Μαρίκα. Της πέταγα και εγώ ένα νούμερο και την άφηνα σκεφτική στη κουζίνα. Πάντα την υπολόγιζε τη γνώμη μου. Γι αυτό και εγώ είπα να αρχίσω να της βάζω σε όλα τα πιάτα «Τγγγγία» μήπως και νιώσει την ήττα της και επιστρέψει στα σουτζουκάκια. Λάθος μεγάλο. Η μικρή βαθμολογία έφερε αντίθετα αποτελέσματα. Όσο μικρότερους βαθμούς τις έβαζα τόσο περισσότερο πείσμωνε. Όσο πιο πολύ ξίνιζα τα μούτρα μου, τόσο πιο περίεργα μαγείρευε και τόσο πιο μικρές έκανε τις μερίδες..
Δεν υπήρχε σωτηρία. Τι με διαζύγιο την απείλησα τι της είπα ότι θα πηγαίνω στη μάνα μου να τρώω, τι της έφτυνα το μελάνι σουπιάς στο τραπεζομάντιλο, εκείνη με κοιτούσε με βλέμμα απλανές και μου έλεγε με στόμφο: «Θα πάω να σπουδάσω στη Γαλλία». Βρε δε κόβεις και το λαιμό σου; Ε μα! Σ’ αγαπώ σε εκτιμώ, αλλά η πείνα δεν αντέχεται. Είχα ρέψει ο άνθρωπος.
Μέχρι που σκέφτηκα να το παίξω αλλιώς. Ο τρελός θέλει τη τρέλα του. Γι αυτό και αποφάσισα ναμετονομάσω το σπίτι μας σε κουζίνα του Master chef. Η Μαρίκα, δόκιμη chef, πήρε το ρόλο τουπαίκτη. Εγώ, όπως πάντα, ήμουν ο δοκιμαστής – κριτής (προς Λαζάρου φέρνω). Μόνο που τώρα τις δοκιμασίες τις βάζω εγώ σύμφωνα με τις ορέξεις μου. Διάβασα και πέντε πράγματα περί μεσογειακής κουζίνας και άρχισε να συνέρχεται το είναι μου. Όταν θέλει να κάνει τεστ δημιουργικότητας και την πιάνουν οι μεγαλομανίες, φωνάζω τη μάνα της, ως guest top chef, να δοκιμάσει τα χαΐρια της κόρης της και εγώ παίρνω τον πεθερό μου και πάμε σε κάτι ταβέρνες στο Κίτσι για μπριζόλα. Τα πράγματα είχαν αρχίσει να στρώνουν και το μόνο που με προβλημάτιζε ήταν οι ομαδικές δοκιμασίες.
Τη βρήκα όμως και εκεί τη λύση.
Κάθε φορά που έχει μπάλα μαζεύω σπίτι 3-4 φιλαράκια με τις γυναίκες τους. Εμείς αράζουμε με τις μπύρες στον καναπέ και οι άλλες σκοτώνονται στη κουζίνα. Στο ημίχρονο μας φέρνουν ταπιάτα για βαθμολόγηση. Τα δύο χειρότερα πιάτα διαγωνίζονται κατά τη διάρκεια του δεύτερου ημιχρόνου στο γλυκό. Με τη λήξη του παιχνιδιού, τρώμε το γλυκάκι μας, γιουχάρουμε τη χαμένη και κάνουμε αρχηγό της επόμενης δοκιμασίας την καλύτερη. Τελικά αν υπάρχει καλή διάθεση, βρίσκεται λύση για τα πάντα. Ακολουθήστε το παράδειγμα μου και δε θα χάσετε. Στη τελική αν σας παρασπάει τα νεύρα, απειλήστε την με αποχώρηση. Πιάνει. Σας αφήνω τώρα. Πάω το Μαρικάκι να χτυπήσει tattoo. Το πήρε απόφαση. Όταν μεγαλώσει θα γίνειΣκαρμούτσος.
Και η Παναγιά μαζί μας.
galsnguys
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου