Κάποτε υπήρχε μια μαμμή της οποίας εμφανίστηκε ένα καλικάντζαρος σαν άνθρωπος και της ειπε: «έλα μαζί μου γιατί πρέπει να ξεγεννήσεις τη γυναίκα μου. Αν κάμει η γυναίκα μου υιό θα σε πολυχρυσώσω, αλλά αν κάμει κόρη θα σε σκοτώσω».
Η μαμμή .....
..... ακολούθησε τον άνδρα μέχρι το σπίτι του και ξεγέννησε τη γυναίκα του. Η γυναίκα έκαμε κορή, αλλά επειδή η μαμμή φοβήθηκε είπε ψέμματα στον άνδρα ότι απέκτησε ένα γιο. Ο άνδρας – καλικάντζαρος, χαρούμενος με τα νέα που άκουσε, της έβαλε στην ποδιά της αντί χρυσάφι, κρεμμυδόφυλλα. Η μαμμή φοβισμένη έτρεξε αμέσως προς το σπίτι της και ενώ έτρεχε της έπεφταν τα κρεμμυδόφυλλα. Όταν έφθασε στο σπίτι της, έριξε όσα κρεμμυδοφυλλα της έμειναν στο πάτωμα, και αμέσως αυτά έγιναν χρυσάφι. Η μαμμή επείδη φοβήθηκε ότι ο καλικάντζαρος θα την καταδίωκε όταν ανακάλυπτε την αλήθεια, δεν ξαναβγήκε ποτέ νύχτα έξω από το σπίτι της, για να μην την σκοτώσει.
*
Κάποτε ζούσε ένας γέροντας, που έμενε μόνος του στο βουνό και ήταν πολύ πλούσιος. Στο χωριό κοντά στο σπίτι του γέροντα, υπήρχε μια οικογένεια φτωχή με 5 -6 παιδιά. Τα παιδιά και ο πατέρας κάθε χρόνο στις γιορτές έβαφαν μαύρο το πρόσωπό τους με κάρβουνα, ντύνονταν καλικάτζαροι και πήγαιναν στο σπίτι του γέροντα. Εμφανίζονταν στο γέρο ως καλικάντζαροι και τον απειλούσαν να τους δώσει φαί, αλλιώς θα τον σκότωναν. Ο γέροντας φοβισμένος τους έδινε πολλή φαγητό και άλλα πολλά πράγματα, για να τους ξεφορτωθεί. Μια φορά είπε την ιστορία του σε ένα κυνηγό και ο κυνηγός του είπε ότι αν του έδινε 2 λίρες, θα ξεφορτωνόταν τους καλικάντζαρους μια και καλή. Ο γέροντας μη έχοντας άλλη επιλογή έδωσε 2 λίρες στον κυνηγό και τον εμπιστεύτηκε για να ξεφορτωθεί τους καλικάντζαρους. Ετσι, όταν έφθασαν οι γιορτές, ο κυνηγός κρυβόταν κάθε βράδυ πίσω από την πόρτα του γέροντα. Όταν ένα βράδυ εμφανίστηκαν οι καλικάντζαροι, ο κυνηγός κτύπησε τον πατέρα, που μπήκε πρώτος μέσα στο σπίτι με ρόπαλο στο κεφάλι. Τα παιδιά αμέσως τράπηκαν σε φυγή και ο κυνηγός έδειξε στο γέροντα ότι οι καλικάντζαροι δεν ήταν παρά άνθρωποι πεινασμένοι, που τον εκβίαζαν για φαγητό.
*
Ο καλικάντζαρος και ο ζευγολάτης
Ο ζευγολάτης εκείνη την ημέρα μαγείρευε χοιρινό. Κάποια στιγμή μπήκε στην καλύβα του ένας άνθρωπος και ζήτησε να δώσει και σ’αυτόν να φάει κρέας. Ο ζευγολάτης δεν ήθελε να του δώσει, αλλά ο άλλος επέμενε πολύ, μέχρι που τον έκανε να θυμώσει και να τον πετάξει έξω από το καλύβι του με βρισιές. Τότε ο άνθρωπος του φανερώθηκε πως είναι ένας καλικάντζαρος.
Ο ζευγολάτης κατάλαβε την επιμονή του για το φαί, επειδή ήξερε ότι οι καλικάντζαροι αγαπάνε πολύ το χοιρινό κρέας. Αλλά πάλι δεν είχε σκοπό να του δώσει. Ο καλικάντζαρος θύμωσε κι όρμησε επάνω του. Χωρίς να τα χάσει αυτός, άρπαξε ένα σιδερένιο σουβλί και καθώς ήταν και χειροδύναμος, τον έκανε μαύρο στο ξύλο. Την ώρα που τον έδερνε, τον ρώτησε ο καλικάντζαρος:
– Βρέ πώς σε λένε;
Ο ζευγολάτης κατάλαβε γιατί τον ρωτούσε και αντί για το πραγματικό του όνομα, του είπε «Απατός».
Φεύγοντας από το καλύβι ο καλικάντζαρος πήγε και βρήκε τους συντρόφους του. Τους είπε πως ο «Απατός» τον έκανε έτσι και να πάνε όλοι μαζί να τον τιμωρήσουν. Μα οι συντρόφοι του δεν τον πίστεψαν. Γελούσαν και του έλεγαν:
-Απατός και μοναχός σου έπαθες, τι θέλεις από μάς;
Έτσι γλίτωσε ο ζευγολάτης.
*
Οι κωλοβελόνηδες και η γυναίκα
Μια φορά δυο γειτόνισσες συνεννοήθηκαν να σηκωθούν νύχτα για να ζυμώσουν ψωμιά. Την κουβέντα τους την άκουσαν οι κωλοβελόνηδες και λίγο πριν από τα μεσάνυχτα πήγαν και χτύπησαν την πόρτα της μιας:
– Γειτόνισσα, σήκω να ζυμώσεις!
Αυτή σηκώθηκε κι άρχισε τη δουλειά, γιατί νόμισε πως ήταν οι γειτόνισσά της και την ειδοποιούσε. Σε λίγη ώρα ξαναχτύπησαν την πόρτα της οι κωλοβελόνηδες:
– Πάρε τα ψωμιά να τα πάμε στο φούρνο.
Αυτή μάζεψε τα ψωμιά και βγήκε από το σπίτι. Αμέσως την περικύκλωσαν οι κωλοβελόνηδες και την πήραν μακριά. Αφού περπάτησαν αρκετά, έφτασαν σε ένα μέρος, σταμάτησαν και της είπαν:΅
– Τώρα θα σε φάμε!
Η γυναίκα, τρέμοντας από τον φόβο της, τους είπε:
– Σταθείτε, να σας πω πρώτα ένα παραμύθι.
Οι κουτοί στάθηκαν και την άκουγαν μέχρι που λάλησε ο πρώτος πετεινός.
– Μαύρος είσαι και δεν σε φοβόμαστε, λένε οι κωλοβελόνηδες.
Σε λίγο λάλησε και ο δεύτερος πετεινός.
– Κόκκινος είσαι και δε σε φοβόμαστε, είπαν αυτοί.
Πριν προλάβουν να τελειώσουν τα λόγια τους, ακούστηκε και ο τρίτος πετεινός.
– ‘Ασπρος είναι πάμε να φύγουμε.
Και έφυγαν γιατί είχε φέξει για καλά η μέρα. Έτσι με την πονηράδα της γλύτωσε η γυναίκα.
Σου άρεσε το άρθρο που μόλις διάβασες; Εάν ναι βοήθησε μας με το να το κοινοποιήσεις στους φίλους σου.Σε μια εποχή που το μυαλό μας δέχεται βροχή γκρίζων και ίσως μαύρων ειδήσεων τα Νέα Καλά Μαντάτα είναι ένα blog με χιλιάδες άρθρα ενδιαφέροντα ,χρήσιμα και προ πάντων ευχάριστα προς ανάγνωση. Κάνοντας απλώς ένα κλικ διαβάζεις κάτι ευχάριστο και ενδιαφέρον χωρίς να κατευθύνεσαι σε ένα λαβύρινθο παραθύρων! Απλά δοκιμάστε μας και σίγουρα θα γίνουμε καθημερινή σας συνήθεια και η ευχάριστη παρέα σας!
Γίνετε φίλοι μας στο facebook https://www.facebook.com/NeaKalaMantata/ ή ακολουθήστε μας στο Twitter https://twitter.com/NeaKalaMantata. Σας ευχαριστούμε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου