ΑΣ ΚΕΡΔΙΣΟΥΜΕ ΠΑΡΕΑ


powered by Agones.gr - Stoixima

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

Ο «γλυκός» Σεπτέμβρης σήμανε την ώρα του Λαγού!


Σαράντα χρόνια μετά, βλέπω πίσω και νοσταλγώ αυτά που χάσαμε. Μπερδεμένος στα μονοπάτια της καθημερινότητας και κάθε Σεπτέμβρη, πιάνω τον «μίτο της Αριάδνης»... εκεί που τον άφησα μικρός

Η Παναγιά ήταν το όριο. Πνιγμένος στις αλησμόνητες μυρωδιές των καπνών, χάιδευα στο υπόγειο τα ξεραμένα φύλλα. Δύο και τρεις ώρες πριν ξημερώσει ήμασταν στο χωράφι για ......
....... σπάσιμο καπνών. Επρεπε να κοπούν πριν από την ανατολή του ήλιου.Μετά στο σπίτι, το μπούρλιασμα, το πέρασμα των καπνών στη μεγάλη βελόνα με τον σπάγκο από πίσω. Τα χέρια μαύριζαν, κολλούσαν τα δάκτυλα. Αίμα από τα γρήγορα περάσματα της βελόνας.
Αρχές δεκαετίας του 1960. Με το βλέμμα στην ταμπακέρα του παππού, σ’ εκείνα τα δωρεάν τσιγαρόχαρτα των καπνοπαραγωγών. Κρεμμύδι, ελιές, τυρί. Ψωμί κατά βούληση. Και μετά κάνα κλεμμένο καρπούζι. Από εκείνα τα βαθυπράσινα, που τύλιγαν τον παράδεισο μέσα τους. Καρπούζια, ούτσια και κυνήγια. Ηταν η τριλογία του παράδεισου.
Ούτσια, από την τουρκική λέξη ουτς, που σημαίνει τρία. Ηταν τα τρίτα φύλλα στη σειρά, δυσκόλως εμπορεύσιμα, που ενίοτε ξέμεναν στο χωράφι. Τα ξεραίναμε, και βουρ-μαστούρα, πίσω από γκρεμισμένες αχυρώνες. Και μία μέρα ξαμολιόντανε τα σκυλιά. Συναυλίες μιας μουσικής αξέχαστης γέμιζαν τους λόφους των ξεχασμένων πια καπνών.
Το βασιλικό θήραμα
Ο λαγός, το βασιλικό θήραμα της πατρίδας μας. Κάποτε, να δείτε, θα κυκλοφορήσουν CD με τις φωνές των σκύλων στον ντορό. Βγαίναμε πάντα ψηλά στους λόφους, βλέπαμε, ακούγαμε και ονειρευόμασταν. Τον δικό μας σκύλο, το δικό μας τουφέκι.

Αρχές δεκαετίας του 1960. Με το βλέμμα στην ταμπακέρα του παππού, σ’ εκείνα τα δωρεάν τσιγαρόχαρτα των καπνοπαραγωγών. Κρεμμύδι, ελιές, τυρί. Ψωμί κατά βούληση.
Πόσα σιχτιρντίσματα αλεπούδων, πόσες τουφεκιές στον γάμο του Καραγκιόζη, πόσα παραμύθια με λαγούς σε κάθετη απογείωση, λαγούς που ανέβηκαν σε... κάρα. Ελεγε ο κυρ Χαράλαμπος, ο δάσκαλός μας, ότι κι αν δεν υπήρχε το κυνήγι έπρεπε να το εφεύρουν. Το κυνήγι σε μαθαίνει να λες τα καλύτερα ψέματα. Είχε κάνει, λέει, τις στατιστικές του...
Τα παιδιά των κυνηγών γράφανε τις καλύτερες εκθέσεις. Κι έβραζε ο τέντζερης με τον λαγό και τα κρεμμύδια, στουμπωμένος γύρω γύρω στο καπάκι με βρεγμένη ψίχα, μη τυχόν και χαθούν οι μυρωδιές. Ε, λοιπόν, αυτή η ψίχα, βουτηγμένη στο ζουμί του στιφάδου ήταν μπουκιά θεών σε στόματα ανθρώπων.
Στον σοφρά του παππού, γύρω γύρω οκλαδόν πάνω στις κουρελούδες. Κι αφού ρευότανε υπερηφάνως ο παππούς, άπλωνε την ταμπακέρα στη σεβαστή ομήγυρη. Σπρώχναν τον καπνό στους τσατμάδες της οροφής (ξύλα βελανιδιάς γεμισμένα με πηλό). Κι άρχιζαν οι ιστορίες. Τότες, το γυμνάσιο ξεκινούσε στις αρχές του Οκτώβρη.
Μέχρι να μαζευτούν βιβλία και καθηγητές, πιάναμε Αϊ-Δημήτρη και... 1940. Η χαρά μας. Μαζεύαμε τα τσίπουρα και τα ρίχναμε στα δίχτυα των πουλιών. Βουτούσαν τα φλώρια, λαμπυρίζοντας τις κιτρινοπράσινες κοιλιές τους στις ακτίνες του ήλιου. Επεφταν οι καρδερίνες στα χόρτα με τις άσπρες τούφες, τα καρδερινόχορτα. Και έφτιαχναν ένα χρυσοκόκκινο κινούμενο χαλί, είκοσι πόντους πάνω απ’ το νοτισμένο χώμα της πρωινής δροσιάς.
Θυμάμαι μια φορά τον λαγό να περνά σαν σφαίρα ανάμεσα απ’ τα κλουβιά. Και τα κλαψουριστά γαβγίσματα του Αράπη να μπερδεύονται με τα ρεφρέν της αρχικελαηδίστρας μας. Κι έμοιαζε ο ρουφιάνος, ο Αράπης, στο αφεντικό του τον αγροφύλακα. Ιδια φάτσα, ίδιες κινήσεις, μέχρι που... έβηχε με τον ίδιο τσιγαρόβηχα.
Ολημερίς στο καθισιό και στα ορμάνια, γύρες ατέλειωτες στα τριφύλλια και τα αμπέλια με τον Μπεχτσή-εφέντη (αγροφύλακα) έκανε το διδακτορικό του ο Αράπης. «Τραγουδιστή να τον κάνεις», έλεγε ο δάσκαλος στο καφενείο.
Θύμωνε ο αγροφύλακας και του ‘λεγε ότι αυτός δίδασκε επιτυχίες, ενώ ο δάσκαλος παντρεύτηκε για τα σκυλιά του πεθερού του. Και ήταν αλήθεια. Προίκα παινεμένη ήταν πολλές φορές τα σκυλιά του πεθερού ή του κουνιάδου.
Με το τελείωμα του Οκτωβρίου, άρχιζαν τα καζάνια να καπνίζουν. Τα τσίπουρα. Εσφιγγε ο καιρός, ξεκινούσε το αγριογούρουνο. Εκεί στα δασωμένα μάγουλα του Φαλακρού και της δυτικής Ροδόπης. Με τα φύλλα της βελανιδιάς να χρυσαφίζουν, να γλυκοκοκκινίζει η οξιά στα ψηλά, και τα νερά να τρέχουν κελαρυστά στις μαγικές κατηφόρες της ζωής.
Τρελαίνονταν τα σκυλιά απ’ τις μυρωδιές. Ακουγόταν ο δρυοκολάπτης κάθε τόσο, ρυθμικά, σαν τοπικό κομπρεσέρ. Εσκαγαν σαν βλήματα από τα κέδρα τα κοτσύφια, τρομάζοντας σκύλους κι ανθρώπους. Η πρωινή δροσιά κι η αφθονία των λαγών γέμιζε ντορβάδες και... περηφάνιες.
Με το πρώτο φως
Ηταν όλοι τους κυνηγοί. Ενα ντουφέκι, ενίοτε μονόκαννο, τέσσερα-πέντε χάρτινα τριάρια-τεσσάρια γεμισμένα με ευλάβεια αποβραδίς, κι ένας μαυροκόκκινος διάβολος, φέρων δισύλλαβο όνομα. Εβγαινε ο δάσκαλος, με το πρώτο φως.

Μέχρι τις οκτώ που κτυπούσε το καμπανάκι του σχολείου, ο λαγός απολάμβανε τα χάδια της κυρά Χαραλάμπαινας. Κι αν κάποτε φύτευε τα σκάγια στις πλαγιές, κι ο λαγός γινόταν... «Λούης», την πλήρωναν οι μεγάλοι μαθητές. Αγγαρείες και αποψίλωση.
«Δάσκαλος θα γίνω», έλεγα μικρός. Οχι γιατί μου άρεσε το δασκαλίκι, αλλά γιατί πίστευα τότε ότι μόνο οι δάσκαλοι μπορούν να κυνηγάνε έτσι άνετα τον λαγό. Εβλεπα τα μαύρα ματωμένα δάκτυλα απ’ τα καπνά και πίστευα ότι θα τρέμανε κουρασμένα μπροστά στη σκληρή σκανδάλη του κοκοροντούφεκου.
Σαράντα χρόνια μετά, βλέπω πίσω και νοσταλγώ αυτά που χάσαμε. Μπερδεμένος στα μονοπάτια της καθημερινότητας, ψάχνω πελάτες και δουλειές. Και κάθε Σεπτέμβρη, κάθε Οκτώβρη, με την πρώτη ευκαιρία, πιάνω δύο βδομάδες τον «μίτο της Αριάδνης».
Εκεί που τον άφησα μικρός, κοντοπαντελονάτος. Στο υπόγειο του παππού, που ακόμη έχει το άρωμα απ’ τα ούτσια του, τριάντα τόσα χρόνια μετά την τελευταία σοδειά...
Χαϊδεύω τη σκουριασμένη γεμιστική μηχανή και τους πολύχρωμους χάρτινους κάλυκες. Ξαπλωμένοι πάνω σε κάτι πολυκαιρισμένους δίσκους του Καζαντζίδη, μαζεύουν σκόνη. Μια εποχή.
Μια εποχή που κι αν πέρασε γεμίζει τις νύχτες μας με όνειρα. Κι όταν ακούω την κραυγή του ζαρκαδιού, βγαίνω στο παράθυρο κι απαντώ.
Κι άλλο, κι άλλο ζαρκάδι ακούγεται στην πλαγιά της οξιάς. Είναι ο δάσκαλος, είναι ο αγροφύλακας, είναι ο μπάρμπας μου ο Μήτσος, ο ταβλαδόρος. Είναι το τραγούδι της ξενιτιάς του Καζαντζίδη. Της ξενιτιάς, που κατορθώσαμε να φέρουμε στον τόπο μας.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: mazzoli novelli

Σε μια εποχή που το μυαλό μας δέχεται βροχή γκρίζων και ίσως μαύρων ειδήσεων τα Νέα Καλά Μαντάτα είναι ένα blog με χιλιάδες άρθρα ενδιαφέροντα ,χρήσιμα και προ πάντων ευχάριστα προς ανάγνωση. Κάνοντας απλώς ένα κλικ διαβάζεις κάτι ευχάριστο και ενδιαφέρον χωρίς να κατευθύνεσαι σε ένα λαβύρινθο παραθύρων! Απλά δοκιμάστε μας και σίγουρα θα γίνουμε καθημερινή σας συνήθεια και η ευχάριστη παρέα σας!
Γίνετε φίλοι μας στο facebook //www.facebook.com/NeaKalaMantata?ref=hl ή ακολουθήστε μας στο Twitterhttps://twitter.com/NeaKalaMantata . Σας ευχαριστούμε!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου