Είναι Οκτώβριος του 1931. Αν και έχουν περάσει µόλις εννέα χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή που αφάνισε τον Ελληνισµό της αρχοντικής Σµύρνης, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος ετοιµάζεται να υποδεχθεί ......
....... µε λαµπρότητα στην Αθήνα τον Τούρκο οµόλογό του Ισµέτ Ινονού. Για τους περισσότερους φάνταζε παράδοξη µια τέτοια κίνηση και δη σε τόσο σύντοµο χρονικό διάστηµα από τις αποφράδες ηµέρες του 1922, ωστόσο ο πολύπειρος Κρητικός πολιτικός ήταν ανέκαθεν υπέρµαχος της ρεαλιστικής πολιτικής. Μπορεί η ανείπωτη τραγωδία να µην είχε καταλαγιάσει ακόµη τα πάθη, τα µίση, τις εντάσεις και τον οδυρµό όσων έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου, ωστόσο εκείνος θεωρούσε ότι µόνο µε την οριστική επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών ο τόπος θα γύριζε σελίδα και θα οδηγούνταν στην ανάκαµψη.
Έναν χρόνο νωρίτερα, τον Οκτώβριο του 1930, είχε υπογράψει το Ελληνοτουρκικό Σύµφωνο Φιλίας, Ουδετερότητας, Συνδιαλλαγής και ∆ιαιτησίας πενταετούς διάρκειας, επισφραγίζοντας και εγγράφως τη διάθεση της κυβέρνησής του για τη θεµελίωση αρµονικών σχέσεων µε τη γειτονική χώρα, που θα απέτρεπαν έναν νέο πόλεµο. Παράλληλα είχε φροντίσει να πουλήσει στο τουρκικό ∆ηµόσιο, έναντι 7.462.000 δραχµών, το καλαίσθητο νεοκλασικό κτίριο στην πιο αξιοζήλευτη περιοχή της Αθήνας, που λειτουργούσε από το 1920 και για µία τετραετία ως ιδιαίτερο γραφείο του Ελληνα πρωθυπουργού (πρόκειται για το ακίνητο επί της οδού Βασιλέως Γεωργίου Β’ 8, που στεγάζει µέχρι και σήµερα την τουρκική πρεσβεία, µερικές δεκάδες µέτρα πίσω από το Μέγαρο Μαξίµου), ενώ είχε φτάσει στο σηµείο να προτείνει δηµοσίως τον Τούρκο πρόεδρο Μουσταφά Κεµάλ Ατατούρκ για το βραβείο Νόµπελ Ειρήνης!
Τώρα, προκειµένου να ικανοποιήσει ακόµη περισσότερο τους εξ ανατολών γείτονες, ετοιµαζόταν να διοργανώσει µια φαντασµαγορική τελετή υποδοχής για τον 47χρονο πρωθυπουργό Ισµέτ πασά (όπως αποκαλούνταν τότε ο Ινονού), ηγέτη µιας χώρας που έκανε τα πρώτα της βήµατα ως ∆ηµοκρατία, µετά τη διάλυση της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας.
Λαμπρή Υποδοχή
Σάββατο 3 Οκτωβρίου 1931. Το πλοίο που µεταφέρει τον υψηλό προσκεκληµένο φθάνει στο λιµάνι του Πειραιά συνοδευόµενο από επτά ελληνικά υδροπλάνα. Η προκυµαία είναι παντού σηµαιοστολισµένη µε ελληνικές και τουρκικές σηµαίες, ενώ τα παραπλέοντα σκάφη σφυρίζουν συνεχώς για να τον προϋπαντήσουν. Στην αποβάθρα τον υποδέχεται ο Ελευθέριος Βενιζέλος µε σύσσωµο το Υπουργικό Συµβούλιο. Χαιρετιούνται και µαζί ανηφορίζουν οδικώς για την Αθήνα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδροµής τούς επευφηµεί πλήθος κόσµου. Το πρόγραµµα στην πρωτεύουσα περιλαµβάνει µεταξύ άλλων ξενάγηση στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, δεξιώσεις, επαφές µε τον επιχειρηµατικό κόσµο και παρακολούθηση στο Καλλιµάρµαρο Στάδιο της έναρξης των Β’ Βαλκανικών Αγώνων Στίβου, στους οποίους συµµετέχουν και Τούρκοι αθλητές. Εκτός από θεαθήναι, όµως, γίνονται και συζητήσεις ουσίας στο πρωθυπουργικό γραφείο. Σε µία εξ αυτών παρευρίσκεται και ο ποντιακής καταγωγής υπουργός Πρόνοιας, Λεωνίδας Ιασωνίδης. Εχει έρθει στην Ελλάδα ως πρόσφυγας από το 1922 και έκτοτε αγωνίζεται συνεχώς για τα δικαιώµατα των απανταχού εκτοπισµένων από τις πατρογονικές εστίες. Ως απόφοιτος της Νοµικής Σχολής Κωνσταντινούπολης έχει µάθει να µιλά άπταιστα τα τουρκικά. Βλέποντας τον Ινονού, τον προσφωνεί στη γλώσσα του, κάτι που εντυπωσιάζει τον καλεσµένο.
Το καλό κλίµα των ηµερών επιτρέπει στον Βενιζέλο και τον Ιασωνίδη να θέσουν στον Τούρκο αξιωµατούχο ένα ευαίσθητο ζήτηµα, την παράδοση στην Ελλάδα των τριών εµβληµατικότερων θρησκευτικών κειµηλίων της Ιεράς Μονής Παναγίας Σουµελά του Πόντου, που είχαν κρύψει εκεί για προστασία οι µοναχοί προκειµένου να µην τα καταστρέψουν το 1922 οι Οθωµανοί. Ητοι, το περγαµηνό χειρόγραφο Ιερό Ευαγγέλιο που έγραψε ο τρίτος κτήτορας του µοναστηριού, Οσιος Χριστόφορος, περίπου το 690 µ.Χ. µαθαίνοντας -όπως υποστηρίζεται- θαυµατουργικά γραφή και ανάγνωση, τον µόλις 22 εκατοστών βαρύτιµο Τίµιο Σταυρό που προσέφερε ως δώρο στο κτιριακό συγκρότηµα της Παναγίας Σουµελά το έτος 1390 ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μανουήλ Γ’ ο Μεγαλοκοµνηνός, και την πολύτιµη θαυµατουργή εικόνα της Μεγαλόχαρης, στην οποία πρωθυπουργός και υπουργός έδωσαν και τη µεγαλύτερη έµφαση, καθώς θεωρείται µία από τις πρώτες απεικονίσεις της Παναγίας στον κόσµο και σύµφωνα µε την παράδοση φιλοτεχνήθηκε από τον ίδιο τον Ευαγγελιστή Λουκά. Ο Ινονού αντιλαµβάνεται ότι τα συγκεκριµένα κειµήλια έχουν όντως µεγάλη σηµασία για τους ορθόδοξους συνοµιλητές του και στο πλαίσιο του κλίµατος αγαστής συνδιαλλαγής συναινεί στο να επιτραπεί ο επαναπατρισµός τους. Πού βρίσκονταν όµως;
Η αποκάλυψη της κρυψώνας και η λαϊκή υποδοχή
Τον ακριβή τόπο όπου είχε θαφτεί το ειδικό κιβώτιο µε τα κειµήλια για να µην πέσουν στα χέρια των απίστων γνώριζε ο γηραιότερος εν ζωή ιεροµόναχος της Παναγίας Σουµελά, ονόµατι Ιερεµίας Σουµελιώτης (Τσαρίδης), ο οποίος είχε υποστεί επανειληµµένως διώξεις από τους Τούρκους. Εκείνο τον καιρό είχε εγκατασταθεί στον Λαγκαδά Θεσσαλονίκης. Επειδή ήταν ασθενής και δεν τον βαστούσαν τα πόδια του για να πάει ο ίδιος, υπέδειξε το σηµείο µέσω εµπιστευτικής επιστολής που έστειλε στον τότε µητροπολίτη Τραπεζούντος και µετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, Χρύσανθο (κατά κόσµον Χαρίλαο Φιλιππίδη), που ζούσε πλέον επίσης στην Ελλάδα. Σε αυτήν ανέφερε ότι οι θησαυροί της Ορθοδοξίας βρίσκονταν θαµµένοι στα ερείπια του παρεκκλησίου της Αγίας Βαρβάρας, περίπου 10 χιλιόµετρα µακριά από το ιστορικό µοναστήρι της Παναγίας Σουµελά. Για την αποστολή της ανεύρεσης επιστρατεύτηκε ο νεότερος σε ηλικία αρχιµανδρίτης της Παναγίας Σουµελά, Αµβρόσιος Σουλιώτης, ο οποίος έχοντας συναντηθεί µε τον ιεροµόναχο για τις λεπτοµέρειες της κρυψώνας, έκανε όλες τις απαιτούµενες γραφειοκρατικές ενέργειες µεταξύ των δύο χωρών, εφοδιάστηκε µε ένα κολακευτικό έγγραφο της τουρκικής πρεσβείας και µετέβη µέσω Κωνσταντινούπολης στα βουνά του Πόντου, στην κοιλάδα της Παρθένου Μαρίας, και άρχισε να ψάχνει. Η αποκάλυψη των πολύτιµων αντικειµένων αποδείχθηκε επίπονη, καθώς το εγκαταλειµµένο τοπίο είχε ελαφρώς αλλάξει. Ωστόσο ήταν θέµα χρόνου η ανεύρεσή τους. Μόλις τα αντίκρισε, ένιωσε δέος. Η ιερή εικόνα και ο Τίµιος Σταυρός είχαν παραµείνει άθικτα. ∆υστυχώς όµως το Ευαγγέλιο είχε υποστεί ανεπανόρθωτη ζηµιά, αφού λόγω της υγρασίας οι σελίδες µε τον χρόνο σχεδόν πολτοποιήθηκαν. Γι’ αυτό και µέχρι σήµερα διασώζεται εν πολλοίς µονάχα η στάχωση, δηλαδή τα ξύλινα πλακίδια του εξωφύλλου που είναι επενδεδυµένα µε πορφυρό µεταξωτό ύφασµα και ελάχιστα φύλλα µε ίχνη γραµµάτων. Ο αρχιµανδρίτης τα µετέφερε προσεκτικά στην ελληνική επικράτεια, µε τον υπουργό Πρόνοιας Λεωνίδα Ιασωνίδη να δηλώνει λίγο αργότερα σε οµιλία του πως µέχρι σήµερα «εν Eλλάδι υπήρχαν οι Πόντιοι, αλλά δεν υπήρχεν ο Πόντος. Με την εικόνα της Παναγίας Σουµελά ήλθε και ο Πόντος».
Αρχικά τα αντικείµενα παραδόθηκαν στον µητροπολίτη Τραπεζούντος, Χρύσανθο, που ήταν παράλληλα και πρόεδρος του Ταµείου Ανταλλαξίµων Κοινοτικών και Κοινωφελών Περιουσιών των Μικρασιατών (το οποίο υπαγόταν µέχρι το 1934 στο υπουργείο Γεωργίας και κατόπιν στο υπουργείο Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως). Στις 10 το πρωί της 10ης Νοεµβρίου 1931 εκτίθεται στα γραφεία του Ταµείου στην Αθήνα η πάνσεπτος εικόνα της Παναγίας Σουµελά µαζί µε τα υπόλοιπα ανευρεθέντα κειµήλια, όπου «και ηνάφθησαν διά πρώτην φοράν από της καταστροφής της µονής και της αποκρύψεως της εικόνος δύο λαµπάδες εις την Θεοµήτορα», όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά οι εφηµερίδες. Ακολούθως η θαυµατουργή εικόνα µεταφέρθηκε στη Μητρόπολη Αθηνών προκειµένου να εκτεθεί σε λαϊκό προσκύνηµα. Ποιος θα ήταν όµως ο τελικός προορισµός της; Η Μονή της Παναγίας Σουµελά όπου ανήκαν τα κειµήλια είναι Σταυροπηγιακή. Τουτέστιν υπάγεται απευθείας στο Οικουµενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και όχι στην Αρχιεπισκοπή (από τον 8ο αιώνα, η παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας προβλέπει τη δυνατότητα του Πατριάρχη να στέλνει έναν Σταυρό για να τοποθετηθεί στα θεµέλια του ναού ή του µοναστηριού, ώστε να καταδειχθεί µε αυτόν τον τρόπο η απευθείας εξάρτηση του ιερού χώρου από το Φανάρι). Οπότε ο τελικός λόγος για τον τρόπο διαχείρισης και φύλαξης της εικόνας, του Σταυρού και του Ευαγγελίου ανήκε στο Οικουµενικό Πατριαρχείο. Ο τότε Προκαθήµενος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Πατριάρχης Φώτιος Β’, δίνει εντολή στον µητροπολίτη Τραπεζούντος να παραδώσει τα αντικείµενα στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών, όπερ και εγένετο. Αργότερα θα γινόταν γνωστό ότι αυτός που είχε συµβάλει καταλυτικά στο παρασκήνιο προκειµένου να µεταφερθούν στον εν λόγω χώρο ήταν ο διευθυντής του µουσείου Γεώργιος Σωτηρίου, που είχε αλλεπάλληλες επικοινωνίες µε το Φανάρι. Είναι η εποχή που το Βυζαντινό Μουσείο γίνεται δέκτης δεκάδων εκκλησιαστικών θησαυρών που φθάνουν από εκκλησίες και µοναστήρια του Πόντου και της Μικράς Ασίας.
Η ιδέα ανέγερσης ναού στο Βέρμιο
Για την επόµενη εικοσαετία, από το 1931 έως το 1951, η εικόνα µαζί µε τους υπόλοιπους θησαυρούς φυλάσσονται πράγµατι στο Βυζαντινό Μουσείο, µέχρι που ο ποντιακής καταγωγής δηµοσιογράφος, γιατρός και πετυχηµένος θεατρικός συγγραφέας Φίλων Κτενίδης, µε την ιδιότητα του ιδρυτή και προέδρου του σωµατείου «Παναγία Σουµελά» µε έδρα τη Θεσσαλονίκη, αποφασίζει να προωθήσει την ιδέα ίδρυσης ενός νέου µοναστηριού εντός της επικράτειας που θα έπαιρνε την ονοµασία (νέα) Παναγία Σουµελά, εις ανάµνησιν του ορθόδοξου ιστορικού κτίσµατος που επί 16 αιώνες αποτελούσε σύµβολο του Ποντιακού Ελληνισµού, αλλά τώρα βρισκόταν υπό την κατοχή της νεοπαγούς Τουρκικής ∆ηµοκρατίας. Αναζητούνταν τόπος βραχώδης, για να προσιδιάζει µε αυτόν της Τραπεζούντας. Θα βρεθεί στις πλαγιές της οροσειράς του Βερµίου, στο χωριό Καστανιά της Βέροιας, ένα από τα ορεινότερα της Ηµαθίας, καθώς είναι χτισµένο σε υψόµετρο 1.080 µέτρων (σχεδόν όσο και η Παναγία Σουµελά, που στέκει στα 1.063 µέτρα).
Πολύ γρήγορα, εντός του 1952, ανεγείρεται ένας πετρόκτιστος ναός σχετικά µικρών διαστάσεων σε χώρο που παραχωρείται από την τοπική Κοινότητα Καστανιάς, στον οποίο τοποθετείται τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς η ιερή εικόνα. Χιλιάδες Πόντιοι προσέρχονται για να προσκυνήσουν τη χάρη Της, ενώ κάθε ∆εκαπενταύγουστο ο τόπος γεµίζει ασφυκτικά από προσκυνητές που τιµούν ευλαβικά την Κοίµηση της Θεοτόκου. Στα µέσα της δεκαετίας του 1970 θα χτιστεί ο δεύτερος περίλαµπρος ιερός ναός της Παναγίας Σουµελά του Βερµίου, στον οποίο, αφού διακοσµείται µε ψηφιδογραφίες, προστίθενται ξενώνες και βοηθητικά κτίσµατα, ενώ διευρύνονται και οι χώροι του. Τον Αύγουστο του 1993 θα µεταφερθούν από το Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών στην εντυπωσιακή εκκλησία ο πολύτιµος Σταυρός και το Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου.
Τα έργα αναστήλωσης συνεχίζονται µέχρι σήµερα
Το 2010 δόθηκε η σχετική έγκριση από τις τουρκικές Αρχές, αλλά απότο 2016 το ιστορικό µοναστήρι έκλεισε και πάλι λόγω συντήρησης.Επειτα από 88 ολόκληρα χρόνια, τον ∆εκαπενταύγουστο του 2010 οι τουρκικές Αρχές δίνουν την άδεια προκειµένου να τελεστεί και πάλι Θεία Λειτουργία στο υπεραιωνόβιο µοναστήρι της Παναγίας Σουµελά Τραπεζούντος, χοροστατούντος του Οικουµενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολοµαίου, του µητροπολίτη ∆ράµας κ. Παύλου και του µητροπολίτη Βολοκολάµσκ κ. Ιλαρίωνα (υπάγεται στο Πατριαρχείο Μόσχας). Η στιγµή είναι ιστορική, καθώς τελευταία φορά που ακούστηκε Λειτουργία στη µονή ήταν το 1922, ενώ από το 1986 λειτουργούσε ως µουσείο. Χιλιάδες πιστοί έδωσαν συγκινηµένοι το «παρών», προσευχήθηκαν και άκουσαν τα θεόπνευστα λόγια της Λειτουργίας.Τα επόµενα πέντε χρόνια τελούνταν κάθε τέτοια µέρα Πατριαρχική Θεία Λειτουργία, αλλά το 2016 οι τουρκικές Αρχές δεν παραχώρησαν τη σχετική άδεια, µε το αιτιολογικό ότι έπρεπε να γίνουν εργασίες συντήρησης και να αφαιρεθούν κοµµάτια βράχου που απειλούσαν µε καταστροφή το µνηµείο. Τα εκτεταµένα αναστηλωτικά έργα συνεχίζονται µέχρι και σήµερα, µε την ελπίδα ότι τον ∆εκαπενταύγουστο του 2020 θα έχουν περατωθεί.
Άγγελοι µετέφεραν την εικόνα στο όρος Μελά
Σύµφωνα µε τη θρησκευτική παράδοση που εντάσσεται στη µακραίωνη ιστορική διαδροµή που καταγράφει η θαυµατουργή εικόνα της Παναγίας Σουµελά, φιλοτεχνήθηκε από τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Λουκά πάνω σε ξύλο, τον πρώτο αιώνα µετά Χριστόν. Το όνοµα Σουµελά ετυµολογείται από το όνοµα του όρους Μελά και το ποντιακό ιδίωµα «σου», που σηµαίνει «εις το» ή «εις του». Μετά τον θάνατο του Ευαγγελιστή Λουκά το 84 µ.Χ. στη Θήβα, το ιερό κειµήλιο µεταφέρθηκε στην Αθήνα από τον µαθητή του Ανανία και τοποθετήθηκε σε περικαλλή ναό της Θεοτόκου. Γι’ αυτόν τον λόγο αρχικά η εικόνα είχε ονοµαστεί Παναγία η Αθηνιώτισσα. Κατά την αφήγηση που περνάει από γενιά σε γενιά, το έτος 386 µ.Χ. οι Αθηναίοι µοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος, θείος και ανιψιός, έπειτα από αποκάλυψη της Θεοµήτορος στον ύπνο τους, κλήθηκαν να µεταβούν στις απάτητες βουνοκορφές του Πόντου. Ο θρύλος λέει ότι άγγελοι µετέφεραν την ιερή εικόνα σε ένα σπήλαιο της απόκρηµνης κατωφέρειας του όρους Μελά της Τραπεζούντας, σε υψόµετρο 1.063 µέτρων. Οι δύο καλόγεροι παρατήρησαν από µακριά τη χρυσαφένια λάµψη της και την προσέγγισαν µε λαχτάρα. Αρχικά της έφτιαξαν ένα µοναστικό κελί και στη συνέχεια, µε τη βοήθεια της γειτονικής Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννη Βαζελώνος (της πρώτης που ιδρύθηκε στον Πόντο, πιθανώς το 270 µ.Χ.), χτίστηκε εκκλησία για να στεγάσει την εικόνα και ακολούθως επεκτάθηκε σε µοναστήρι. Το πρόβληµα ύδρευσης που κλήθηκαν να αντιµετωπίσουν οι µοναχοί υποστηρίζεται ότι λύθηκε επίσης µε θαυµατουργικό τρόπο.
Ακόµη και σήµερα ο επισκέπτης µένει έκθαµβος βλέποντας το αγίασµα να αναβλύζει από έναν γρανιτώδη βράχο. Οι θεραπευτικές ιδιότητες του νερού θα κάνουν γνωστό το µοναστήρι τόσο στους χριστιανούς όσο και στους µουσουλµάνους που συρρέουν στην περιοχή. Η εικόνα της Παναγίας (διαστάσεων 40 εκ. ύψος, 32 εκ. πλάτος και 0,055 εκ. πάχος) στέκει βέβαια σε περίοπτη θέση εντός του ναού και αποτελεί αντικείµενο θαυµασµού, αν και υπήρξαν αρκετοί που κατά καιρούς την επιβουλεύονταν, χωρίς ευτυχώς να τα καταφέρουν. Εικονογραφικά ανήκει στον τύπο της Οδηγήτριας, δηλαδή απεικονίζει τη Θεοτόκο όρθια,βρεφοκρατούσα και ελαφρώς στραµµένη προς τα αριστερά. Οταν ήρθε στην Ελλάδα το 1931, ήταν χωρισµένη σε δύο κοµµάτια και κατεστραµµένη σε τέτοιο βαθµό, που όπως αναφέρει και ο µητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος, «ουδέν ίχνος εκ της µορφής και του ενδύµατος των εικονιζοµένων προσώπων διακρίνεται, πλην των διαγραµµάτων της Θεοτόκου και του παιδιού Ιησού». Η χρυσοποίκιλτη επένδυση, που διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση, φέρει τις επιγραφές IC. XC. MP. ΘΥ. H COYMELHTHCA (Ιησού Χριστού Μήτηρ Θεού η Σουµελιώτισσα).Στα πλαϊνά υπάρχουν επιπρόσθετα παραστάσεις των προφητών ∆αβίδ, Ησαΐα, Μωυσή και Ααρών, ενώ πάνω από την Παναγία κρατούν ένα µεγάλο στέµµα δύο άγγελοι.
Τις γωνίες κοσµούν τρεις µεγάλες µπλε πολύτιµες πέτρες, ενώ έχει χαθεί η τέταρτη. Σειρά από πολύτιµες πέτρες πλαισιώνουν όµως και τις παραστάσεις, ενώ τα διακοσµητικά λουλούδια που πλαισιώνουν το κειµήλιο είναι χρυσά και αργυρά.
Σου άρεσε το άρθρο που μόλις διάβασες; Εάν ναι βοήθησε μας με το να το κοινοποιήσεις στους φίλους σου.Σε μια εποχή που το μυαλό μας δέχεται βροχή γκρίζων και ίσως μαύρων ειδήσεων τα Νέα Καλά Μαντάτα είναι ένα blog με χιλιάδες άρθρα ενδιαφέροντα ,χρήσιμα και προ πάντων ευχάριστα προς ανάγνωση. Κάνοντας απλώς ένα κλικ διαβάζεις κάτι ευχάριστο και ενδιαφέρον χωρίς να κατευθύνεσαι σε ένα λαβύρινθο παραθύρων! Απλά δοκιμάστε μας και σίγουρα θα γίνουμε καθημερινή σας συνήθεια και η ευχάριστη παρέα σας!
Γίνετε φίλοι μας στο facebook https://www.facebook.com/NeaKalaMantata/ ή ακολουθήστε μας στο Twitter https://twitter.com/NeaKalaMantata. Σας ευχαριστούμε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου