Μέσα στο «Love» του Γκασπάρ Νοέ ακούγεται η ατάκα ότι κάθε ταινία πρέπει να διαθέτει αίμα, σεξ και δάκρυα, γιατί αυτά είναι εν τέλει τα τρία μοναδικά συστατικά που έχουν σημασία. Βλέποντας την....
πορεία του σκηνοθέτη από την Αργεντινή που άλλαξε το σύγχρονο γαλλικό σινεμά, ουσιαστικά αυτά τα λόγια συνοψίζουν την άποψή του ίδιου για την κινηματογραφική δημιουργία. Στις τρεις μεγάλου μήκους ταινίες που μας έχει παραδώσει έως τώρα (το «Love» είναι η τέταρτη), ο Νοέ έχει εξερευνήσει σε βάθος αυτούς τους τρεις θεματικούς πυλώνες. Και το ίδιο συνεχίζει και στο «Love», δίνοντας αυτή τη φορά μεγαλύτερη έμφαση στο σεξ.
Λίγες ταινίες έχουν συζητηθεί τόσο πολύ φέτος στα σινεφίλ πηγαδάκια όσο το «Love». Και είναι λογικό. Κάθε νέα ταινία του Γκασπάρ Νοέ αποτελεί ένα κινηματογραφικό statement και ορίζει πράγματα και καταστάσεις της έβδομης τέχνης για τα χρόνια που ακολουθούν. Στο «Love» παίρνει ως αφορμή τις ερωτικές ατασθαλίες του Μέρφι (Καρλ Γκλάσμαν), ενός νεαρού σπουδαστή σινεμά στο Παρίσι για να «σπάσει» ένα από τα μεγαλύτερα ταμπού του σινεμά αλλά και της κοινωνίας, δηλαδή το σεξ αυτό καθαυτό.
Μέσα σε 2 ώρες και 15 λεπτά παρακολουθούμε τη δημιουργία και διάλυση ενός ερωτικού τριγώνου, το οποίο καταστρέφεται με άσχημο τρόπο όταν ο Μέρφι απατά την κοπέλα του (η πανέμορφη Αόμι Μάιοκ) με την τρίτη γυναίκα αυτού του τριγώνου (Κλάρα Κριστίν) και την αφήνει έγκυο. Ο χρόνος, όπως σε κάθε ταινία του Νοέ, είναι συγκεχυμένος και τα μπρος-πίσω είναι διαρκή. Ο Μέρφι βρίσκεται σε ένα δωμάτιο και αναπολεί τις στιγμές που πέρασε με την κοπέλα του από την αρχή της σχέσης τους μέχρι το χωρισμό τους και ακριβώς όπως και οι αναμνήσεις, ρέουν δίχως συνοχή.
Φυσικά, το κυρίαρχο κομμάτι της σχέσης του Μέρφι με τις δύο κοπέλες είναι το σεξουαλικό. Στο προσκήνιο βρίσκεται το σεξ ανάμεσα σε τρεις νέους ακομπλεξάριστους ανθρώπους, οι οποίοι απαλλαγμένοι από κάθε ενδοιασμό, παραδίδονται ολοκληρωτικά στις ορμές τους. Ο έρωτας στο «Love» παρουσιάζεται καθαρά σαρκικός και αυτή η οριακή σωματικοποίησή του είναι που πληρώνει στο τέλος ο Μέρφι. Για τον Νοέ ωστόσο αυτή είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να δοξάσει το σεξ όπως λίγοι έχουν δοκιμάσει στο σινεμά.
Το σεξ στο «Love» είναι ακραίο και πέρα ως πέρα ρεαλιστικό και όσο προχωρά η ταινία φαίνεται απόλυτα φυσικό. Η πρώτη ερωτική σκηνή είναι αυτή του τρίο, η οποία διαρκεί σχεδόν 10 λεπτά και συγκαταλέγεται στην ανθολογία του Νοέ, δικαιώνοντας το hype που την ακολουθεί. Τα τρία καυτά νεανικά σώματα δρουν ως ένας ενιαίος μυς που πάλλεται και η χορογραφία καταλήγει άψογη ακριβώς επειδή είναι… ανύπαρκτη. Όλες οι ερωτικές σκηνές είναι γυρισμένες εντελώς φυσιολογικά και με την ιδιοφυή συμβολή του 3D δε νιώθεις ότι παρακολουθείς ένα πορνό, αλλά ό,τι βλέπεις μέσα από την κλειδαρότρυπα δύο (ή τρεις) ανθρώπους να κάνουν έρωτα.
Ύψιστης σημασίας είναι για μια ακόμη φορά η παρουσία του Μπενουά Ντεμπί στη φωτογραφία. Μετά τα «Μη αναστρέψιμος» και «Enter the Void» ο Νοέ επεκτείνει τη συνεργασία μαζί του και το χαρακτηριστικό παραισθησιογόνο στυλ του καθηλώνει για μια ακόμη φορά. Το neon κόκκινο χρώμα ξεχωρίζει ως συνήθως και η γενικότερη ψυχεδέλεια που επικρατεί στην ατμόσφαιρα προσφέρει ένα ιδιαίτερο 3D που κορυφώνεται στις ερωτικές σκηνές, χωρίς να φτάνει πάντως τα επίπεδα του «Enter the Void» (και πώς θα μπορούσε άλλωστε;).
Μιλήσαμε πολύ για το σεξ της ταινίας, και αυτό γιατί αν αφαιρέσεις το συγκεκριμένο παράγοντα, μένουν πολύ λίγα στο «Love» που να σου κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Οι χαρακτήρες είναι αδιάφοροι και επίπεδοι, τόσο εγωιστές και αυτοκαταστροφικοί που είναι αδύνατο να προξενήσουν ενδιαφέρον. Και συν τοις άλλοις, η ταινία μένει τόσο προσηλωμένη στην οπτική γωνία του πρωταγωνιστή της ώστε οι δύο κοπέλες καταλήγουν να φαίνονται σαν σεξουαλικά αντικείμενα και όχι ως υποκείμενα με τις δικές τους ξεχωριστές ορέξεις. Οι ερμηνείες δεν είναι σπουδαίες, αλλά ο ερασιτεχνισμός τους προσδίδει την απαραίτητη φυσικότητα. Αξίζει μόνο να σημειωθεί ότι ο Νοέ ανακάλυψε τις δύο πρωταγωνίστριες σε ένα μπαρ και τις έβαλε στην ταινία του δίχως να έχουν κάποια προηγούμενη εμπειρία.
Στα σημεία που δε συμβαίνει σεξ, ο Νοέ αποδεικνύεται πολύ εσωστρεφής για να είναι αιχμηρός και καταλήγει τόσο προσωπικός ώστε μέσα στην επανάληψη χάνει την επικοινωνία με το κοινό. Όταν όμως οι πρωταγωνιστές έχουν στενές επαφές, η οθόνη πλημμυρίζει με χρώματα και συναισθήματα και ακόμη και αν έχεις μπει στην αίθουσα σκανδαλισμένος αποκλειστικά από την προοπτική του σεξ, θα φύγεις αφενός με την αίσθηση του ολοκληρωμένου από αυτό που παρακολούθησες και αφετέρου θα έχεις αποβάλλει μια για πάντα οποιοδήποτε ταμπού μπορεί να διαθέτεις γύρω από την απεικόνιση του σεξ στη μεγάλη οθόνη. Συνολικά το «Love» είναι η πιο αδύναμη ταινία του Γκασπάρ Νοέ, στα σημεία που θέλει να αναδείξει, επιτυγχάνει πάντως πανηγυρικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου