ΑΣ ΚΕΡΔΙΣΟΥΜΕ ΠΑΡΕΑ


powered by Agones.gr - Stoixima

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2015

Ο θρυλικός Τραμπάκουλας μιλά για όλους και όλα στο Ελληνικό ποδόσφαιρο!






Δεν γίνεται να μην ξέρεις ποιος είναι ο Νίκος Βαμβακούλας. Ακόμη κι αν δεν τον έχεις προλάβει να ανεβοκατεβαίνει το ποδοσφαιρικό γήπεδο από τη θέση του αριστερού μπακ, θα έχεις ακούσει κάποια από τις μυθικές ατάκες του, θα έχει φτάσει στα αυτιά σου μία από τις θρυλικές ιστορίες με εκείνον πρωταγωνιστή.....

Η τριμελής επιτροπή με τα πέντε άτομα, τα σφυρίγματα για να σταματήσει τους αντίπαλους επιθετικούς, το “You Foul”. Μην ανησυχείς, ο Νίκος Βαμβακούλας μας μίλησε για όλα αυτά (spoiler: είναι ΟΛΑ αλήθεια).
Όμως ο Νίκος Βαμβακούλας είχε πολύ περισσότερα να μας πει. Για τα πρώτα του χρόνια στον Ολυμπιακό, για τη μετακίνηση στον Παναθηναϊκό, για τους προπονητές που συνεργάστηκε, για τον Βαγγέλη Μαρινάκη, ακόμα και για τη διαιτητική εύνοια του Ολυμπιακού. Σιγά μην κώλωνε. Ναι, θα διαβάσεις και για το “You Foul” σου είπα, υπομονή.
Τα πρώτα βήματα στο Λαύριο



Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson

Όλη η ζωή του Νίκου Βαμβακούλα είναι το ποδόσφαιρο. Ποδοσφαιριστής, προπονητής, σκάουτερ, πλέον και ιδιοκτήτης αθλητικής καφετέριας στην Αργυρούπολη. Πώς μπήκε όμως το ποδόσφαιρο στη ζωή του νεαρού Νίκου Βαμβακούλα;
Πολλά πράγματα στη ζωή προκύπτουν εντελώς τυχαία. Κάθε καλοκαίρι πήγαινα στο Λαύριο για διακοπές και να δω τον παππού, τη γιαγιά και τους θείους μου. Ωραία χρόνια, ξέγνοιαστα και το απόγευμα πηγαίναμε όλα τα παιδιά στο γηπεδάκι να παίξουμε λίγη μπάλα. Εκεί με είδαν οι αρμόδιοι της τοπικής ομάδας, της Λαυρεωτικής και μου βγάλανε δελτίο. Πρέπει να ήμουν 10 ετών τότε. Ξεκίνησα να πηγαίνω σχολείο εκεί και στα 17 έπαιζα πια κανονικά στην πρώτη ομάδα. Ξεκινούσα σέντερ φορ όμως κατέληγα να παίζω όλες τις θέσεις, έβαζα γκολ και μετά γυρνούσα και έπαιζα λίμπερο”.
Τα πρώτα συστατικά για να γίνει η ζωή του Νίκου Βαμβακούλα ταινία, υπάρχουν ήδη. Από τα αλώνια στα σαλόνια, από τις αλάνες του Λαυρίου στο Καραϊσκάκης. Του ζήτησα να εξιστορήσει πώς έγινε αυτό το άλμα: “Δυο χρόνια έπαιξα στη Λαυρεωτική, μέχρι που ένας παράγοντας εκεί στο Σούνιο με είδε και με προσέγγισε. Το όνομά του, Μιλτιάδης Μαρινάκης, ο πατέρας του Βαγγέλη. Μου έκανε πρόταση να πάω στον Ολυμπιακό, ενώ την ίδια εποχή δέχτηκα πρόταση και από την ΑΕΚ”. Ως φανατικός Ολυμπιακός δεν σκέφτηκε καν την πρόταση της ΑΕΚ, υπέθεσα. Η απάντησή του, ήρθε να με προσγειώσει στον ρεαλισμό.
Δεν ήμουν Ολυμπιακός από μικρός, καμία σχέση. Ίσα-ίσα που αρχικά υπέγραψα στην ΑΕΚ, ήμουν 18 χρονών τότε. Μετά υπέγραψα και στον Ολυμπιακό και πάω και λέω του συγχωρεμένου του Μιλτιάδη τι έχω κάνει και άρχισε ο Γολγοθάς. Ψάχναμε να βρούμε τον Μπάρλο ώστε να βρεθεί μια φόρμουλα. Τελικά παραχωρήθηκα στον Ολυμπιακό και η ΑΕΚ πήρε σαν αντάλλαγμα τον Βιέρα”, περιγράφει όλο ειλικρίνεια.

Αφού δεν ήταν Ολυμπιακός από μικρός, γιατί μπήκε σε όλη αυτή τη διαδικασία να απεμπλακεί από την υπογραφή του στο συμβόλαιο με την ΑΕΚ; Γιατί προτίμησε τελικά τα ερυθρόλευκα; “Τον Ολυμπιακό τον προτίμησα λόγω της σχέσης μου με τον Μαρινάκη, είχαμε έρθει πιο κοντά, στην ΑΕΚ είχα βάλει απλά μια υπογραφή όμως δεν είχα επαφές ιδιαίτερες με τους ανθρώπους της. Ο Μαρινάκης ερχόταν και σπίτι κι έτσι έγινε το νταραβέρι”. Κάπως έτσι χτίστηκε κι η σχέση με την οικογένεια Μαρινάκη για την οποία θα μου μιλήσει αναλυτικά στη συνέχεια (είπαμε, πρέπει να κάνεις υπομονή, έχει πει ΠΑΡΑ πολλά για όλα).

Το κεφάλαιο Ολυμπιακός

 

Η υπογραφή στο συμβόλαιο με τον Ολυμπιακό, έστω και με περιπέτειες, τον έφερε σε ηλικία 18 ετών συμπαίκτη με μεγάλες μορφές του ελληνικού ποδοσφαίρου. Από τη Λαυρεωτική βρέθηκε ξαφνικά πρωταγωνιστής στην κεντρική σκηνή του αθλήματος. Του ζητάω να θυμηθεί εκείνες τις στιγμές, εκείνα τα συναισθήματα.
Η μεταγραφή μου έγινε το 1977. Ο Ολυμπιακός τότε είχε ποδοσφαιρικά θηρία, παιχταράδες. Τι να σου λέω, Κελεσίδης, Γλέζος, Σιώκος, Δεληκάρης, Λοσάντα, Κυράστας. Μερικοί παίκτες βέβαια ήταν στα ποδοσφαιρικά τους τελειώματα, τότε ήταν που ήρθε προπονητής κι ο Τόζα ο Βεσελίνοβιτς και ξεκίνησε να μαζεύει νέα παιδιά. Εμένα, τον Ξανθόπουλο, τον Περσία. Εγώ να φανταστείς μόλις είχα πάει φαντάρος. Την πρώτη μου χρονιά έπαιξα 14-15 ματς σαν αλλαγή και μετά, σαν αριστερό μπακ πια που με είχε γυρίσει ο Βεσελίνοβιτς, εξελίχθηκα σε βασικός, ανάμεσα σε τρομερούς συμπαίκτες”.
Σχεδόν 40 χρόνια μετά, πόσο έχει αλλάξει το άθλημα και κυρίως, πόσο έχει αλλάξει ο τρόπος που αντιμετωπίζουν το ποδόσφαιρο οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές του; “Τότε υπήρχε σεβασμός, δεν είναι όπως τώρα. Εγώ πρόλαβα 2-3 διαφορετικές γενιές, Δομάζο, Κούδα, Σαράφη, ακόμα και οι επαρχιακές ομάδες είχαν καλούς παίκτες, καμία σχέση με τώρα. Η διαφορά του τότε με το τώρα είναι ότι σήμερα το ποδόσφαιρο είναι επαγγελματικό. Παικτικώς δεν υπάρχει καμία διαφορά. Ίσα ίσα που πολλοί σημερινοί παίκτες δεν θα μπορούσαν καν να σταθούν τότε. Κάναμε πολύ πιο δυνατή προπόνηση. Λένε ότι σήμερα είναι πιο τεχνικοί οι παίκτες, αηδίες. Αν κάνανε την προπόνηση που κάναμε εμείς τότε οι μισοί δεν θα την έβγαζαν, θα πάθαιναν συνέχεια κοιλιακούς και προσαγωγούς”, εξηγεί χωρίς να μασά και πάλι τα λόγια του.
Δηλαδή αν ο Νίκος Βαμβακούλας ήταν σήμερα 18 χρονών, θα μπορούσε να πρωταγωνιστήσει στο σύγχρονο ποδόσφαιρο; “Με κλειστά μάτια θα έπαιζα σήμερα, δεν το συζητώ. Όχι μόνο εγώ κι άλλοι της εποχής. Επίσης αν είχαν ανοίξει τα σύνορα από τότε θα είχαμε φύγει, τι νομίζεις; Εδώ θα καθόμασταν; Όταν έγινε ο νόμος Μποσμάν, εγώ ήμουν 35 χρονών, είχα πια μεγαλώσει. Αν είχε γίνει το 80-85 κι εγώ κι Μανωλάς κι ο Σαραβάκος και πολλοί ακόμα θα είχαμε φύγει. Πλέον έρχονται και φεύγουν παίκτες συνέχεια, γι’αυτό κι έχουμε γεμίσει κι εδώ μέτριους παίκτες. Λίγοι είναι οι καλοί ξένοι και δεν υπάρχουν πια Έλληνες. Σαν την ταινία την παλιά που έμπαινε η ηθοποιός στα αποδυτήρια και φώναζε αν υπήρχε κανένας Έλληνας και δεν υπήρχε κανένας”. Ομολογώ ότι την ταινία δεν την ξέρω, το νόημα όμως το έπιασα. Όσο για το πρωτάθλημα στο οποίο θα ήθελε να αγωνιστεί αν του δινόταν η ευκαιρία;
Θα ήθελα να παίξω στην Αγγλία. Ήμουν γρήγορος, δυνατός, είχα το τρέξιμο πάνω κάτω, θα μου ταίριαζε”. 

Το πόσο μεγάλη αυτοπεποίθηση είχε ο Νίκος Βαμβακούλας, φαίνεται κι από την απάντησή του, όταν τον ρώτησα για τον δυσκολότερο αντίπαλο που αντιμετώπισε στην καριέρα του.“Ο δυσκολότερος αντίπαλος ήταν πάντα η κακή ημέρα. Δεν φοβόμουν ποτέ έναν αντίπαλο πριν τον αγώνα, παρά μόνο τον κακό εαυτό μου. Ήμουν γρήγορος, ήμουν δυνατός, ήθελα να είμαι απλά σε καλή κατάσταση. Όλοι έχουν τις κακές τους ημέρες, μπορεί να σου κάνει τη ζωή μαρτύριο ένας αντίπαλος που δεν το περίμενες καθόλου. Πρέπει όμως να είσαι ξύπνιος. Δεν σε πάει η μπάλα; Παίξε απλά”.
Για κάποιο λόγο δεν μπορούσα να πεισθώ ότι η ζωή του Νίκου Βαμβακούλα σαν ποδοσφαιριστής ήταν σπίτι-προπόνηση-γήπεδο-σπίτι. Φαίνεται πως είχα δίκιο να διατηρώ τις επιφυλάξεις μου. “Διασκέδαζα και στα μπουζούκια πήγαινα και τα πάντα. Άλλα όταν είχαμε αγώνα, μετά την Τετάρτη τα έκοβα όλα και ξεκουραζόμουν. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσες να βγεις, σε έπαιρναν τηλέφωνο στο σπίτι, σου χτυπούσαν τα κουδούνια, δεν γινόταν. Έπρεπε όμως να είμαι σε καλή κατάσταση. Κάθε Κυριακή δεν δίνει εξετάσεις μόνο η ομάδα, δίνεις κι εσύ”.

Από τον Ολυμπιακό στον Παναθηναϊκό

 

Την ξέρεις τη μοίρα των αθλητών που μεταπηδούν από τον έναν “αιώνιο” αντίπαλο στον άλλο. Βρισίδια και απειλές από τους οπαδούς που μέχρι πρόσφατα τους αποθέωναν και συνήθως χλιαρή υποδοχή από τους οπαδούς της νέας τους ομάδας.
Ο Νίκος Βαμβακούλας παρ’ όλα αυτά δεν αντιμετώπισε ποτέ κάποιο πρόβλημα. Άλλα χρόνια βέβαια κι άλλες καταστάσεις. Γιατί τόλμησε αυτό το -ασυνήθιστο, ακόμα και για τότε- βήμα στην καριέρα του; “Στον Παναθηναϊκό πήγα το 1985. Μια μετακίνηση δύσκολη, με τους οπαδούς του Ολυμπιακού, του Παναθηναϊκού, τα φαντάζεσαι. Ο κόσμος όμως δεν ξέρει πώς έγιναν ακριβώς τα πράγματα. Τότε δεν υπήρχαν τα συμβόλαια που υπάρχουν σήμερα. Είχα υπογράψει αρχικά ένα συμβόλαιο για 8 χρόνια. Αν ήθελα στα 8 χρόνια να φύγω, έπρεπε να μου κάνει ο Ολυμπιακός προσφορά και να έρθει η άλλη ομάδα να μου κάνει αντιπροσφορά. Στα 12 χρόνια έμενες τελείως ελεύθερος”.
Πράγματι, μόλις τελείωσαν τα 8 χρόνια έκατσα να μιλήσω με τον Νταϊφά και τον Μιλτιάδη τον Μαρινάκη. Μου λένε ‘κοίτα να δεις, λεφτά δεν υπάρχουν’, τότε η ναυτιλία δεν πήγαινε πολύ καλά. Τους λέω να μου δώσουν τα λεφτά μου μετά από ένα χρόνο, ήθελα να μείνω στην ομάδα, όμως μου εξήγησαν ότι γενικά δεν υπήρχαν λεφτά κι από πίσω υπήρχαν άλλα 4-5 άτομα που τελείωναν τα δικά τους συμβόλαια. Έτσι, θυσιάστηκα εγώ και αποφασίστηκε να πάω στον Παναθηναϊκό, ενώ μου είχε κάνει κρούση κι η ΑΕΚ. Ο Ολυμπιακός πήρε 50 εκατομμύρια και μπόρεσε να κρατήσει κάποιους παίκτες για να μη διαλυθεί. Έτσι κατέληξα στον Παναθηναϊκό. Μετά από ένα χρόνο με ξαναζήτησε ο Ολυμπιακός για να γυρίσω αλλά ήταν πια αργά”. Από τον Ολυμπιακό στον Παναθηναϊκό λοιπόν. Πώς τον υποδέχτηκε ο κόσμος και τι θυμάται από τα χρόνια του με την πράσινη φανέλα;
Την πρώτη μου χρονιά στον Παναθηναϊκό πήραμε το νταμπλ, ήταν μια εξαιρετική χρονιά γενικά. Ούτε με τον κόσμο είχα κάποιο θέμα γιατί δεν έδινα ποτέ δικαιώματα. Ούτε χειρονομίες έκανα ποτέ, ούτε τίποτα. Φεύγοντας μετά από 8 χρόνια στον Ολυμπιακό, δεν βγήκα να πω ‘κοιτάξτε να δείτε φταίει ο τάδε’, ούτε πρέπει να το κάνεις αυτό ποτέ. Ο φίλαθλος είναι αυτός που θα σε αγαπήσει, οι πρόεδροι φεύγουν, οι φίλαθλοι είναι αυτοί που μένουν. Εγώ δεν βγήκα ποτέ να κάνω δηλώσεις, γι’ αυτό και δεν είχα θέμα και δουλεύω σήμερα στον Ολυμπιακό σαν σκάουτερ”. 
Σήμερα πια, δηλώνει Ολυμπιακός, ή θα το απαρνηθεί για δεύτερη φορά; “Βέβαια και είμαι Ολυμπιακός πια, μεγάλωσα στον Ολυμπιακό. Τα πρώτα μου βήματα τα επαγγελματικά τα έκανα εκεί. Όσο έπαιζα στον Παναθηναϊκό όμως, σκεφτόμουν μόνο τον Παναθηναϊκό. Πρέπει να ξεχωρίζεις κάποια πράγματα. Αν φας ψωμί από μια ομάδα, έστω και για μια ημέρα, ποτέ μη βγεις να την κατηγορήσεις κι ας φταίει ο πρόεδρος, κι ας φταίνε τα πάντα. Ευχαριστείς τον κόσμο και φεύγεις σαν κύριος. Εγώ με τον κόσμο δεν είχα ποτέ θέμα, σε όλες τις ομάδες”, μου λέει όσο σκέφτομαι αρκετές περιπτώσεις αθλητών που δεν περίμεναν ούτε ημέρα για να ξεσπάσουν σε βάρος προηγούμενων προέδρων και προπονητών.
Στον Ολυμπιακό τον πήγε ο Μιλτιάδης Μαρινάκης και πλέον εργάζεται σαν σκάουτερ στον Ολυμπιακό του Βαγγέλη Μαρινάκη. Δεν χρειάζεται να είσαι ο Σέρλοκ για να καταλάβεις κάποια σύνδεση με την οικογένεια. Ο Νίκος Βαμβακούλας δεν έχει κανένα πρόβλημα να παραδεχτεί (και) αυτό.
Έχουμε στενή οικογενειακή σχέση, βέβαια. Ο Βαγγέλης Μαρινάκης με έχει παντρέψει και μου έχει βαφτίσει και το παιδί. Έχω ένα παιδί 32 ετών που έχει το όνομα του πατέρα του, λέγεται Μιλτιάδης και η μικρή μου κόρη έχει το όνομα του Βαγγέλη, Ευαγγελία”.

Και τώρα, μερικές ΜΥΘΙΚΕΣ ιστορίες

 

Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός, Μαρινάκης, το κλίμα είχε παρασοβαρέψει. Θα επιστρέφαμε σε αυτά, όμως είχε έρθει η ώρα για την επιβεβαίωση ή τη διάψευση όλων των αστικών μύθων που κυκλοφορούν γύρω από το όνομα του Νίκου Βαμβακούλα. Είσαι έτοιμος; Ο Νίκος Βαμβακούλας ήταν. Προφανώς.

Σφύριξα κι έληξες (ή τελοσπάντων άφησες την μπάλα)

Με το σφύριγμα πρώτος εγώ την πάτησα από έναν φίλαθλο σε ντέρμπι Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού σε τελικό Κυπέλλου μάλιστα. Εγώ τότε είχα πάει ήδη στον Παναθηναϊκό. Έγινε μια σέντρα και την ώρα που πήγα να τη διώξω με το κεφάλι κάποιος σφύριξε κι έτσι την μάζεψα με τα χέρια και έκανα πέναλτι. Ο Ολυμπιακός άνοιξε το σκορ αλλά μετά ισοφαρίσαμε και τελικά το πήραμε στα πέναλτι”, θυμάται. Πρώην παίκτης του Ολυμπιακού πιάνει τη μπάλα με το χέρι σε τελικό Κυπέλλου και κάνει πέναλτι. Καλό σενάριο δεν το λες. Προσπαθώ να καταλάβω αν και πάλι ο κόσμος δεν τον κοίταξε με καχυποψία.
Ξέρεις τι είναι να είσαι ο καλύτερος παίκτης του γηπέδου και να κάνεις αυτό το λάθος; Και ξέρεις πως σκέφτεται ο κόσμος, ένας παλιός παίκτης του Ολυμπιακού να κάνει τέτοιο πέναλτι. Βλακείες, εγώ ήμουν ο καλύτερος του γηπέδου και αν δεις, όσο έπαιζα στον Παναθηναϊκό, πάντα τον κερδίζαμε πεντακάθαρα τον Ολυμπιακό, 2-0, 4-0. Ο φίλαθλος κόσμος πάντα βρίσκει να πει πολλά γιατί έτσι τον έχουν μάθει”.

Διέκρινα μια πίκρα στα λόγια του. Προφανώς εννοούσε ότι έτσι τον είχαν μάθει τον κόσμο οι δημοσιογράφοι. Η σχέση του με τα ΜΜΕ ποια ήταν; “Δεν ασχολήθηκα ποτέ με τις εφημερίδες. Παλιά ο κόσμος πίστευε ό,τι διάβαζε στην εφημερίδα. Πλέον πάει στο γήπεδο, βλέπει, τα μαθαίνει, ξέρει ποδόσφαιρο, δεν μπορείς να τον κοροϊδέψεις. Παλιά έβλεπες λίγη μπάλα στην ασπρόμαυρη τηλεόραση, σήμερα ο κόσμος βλέπει συνέχεια μπάλα, έχει μάθει πια. Θέλεις δεν θέλεις, βλέπεις 200 αγώνες την ημέρα. Αυτό που δεν ξέρει όμως ούτε ο φίλαθλος, ούτε ο δημοσιογράφος, είναι οι κανονισμοί. Δυστυχώς. Με τους δημοσιογράφους ποτέ δεν τα πήγαινα καλά, αλλά δεν ήμουν και εναντίον τους. Αναγνωρίζω ότι αν δεν υπήρχαν, δεν θα υπήρχαμε κι εμείς. Αυτοί μας βγάζουν προς τα έξω. Κάποια στιγμή γράφουν και κάποια πράγματα που δεν πρέπει βέβαια. Όπως υπάρχουν παίκτες που δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους, έτσι υπάρχουν και δημοσιογράφοι”, υποστηρίζει. Κοίτα να δεις που και πάλι μπορώ να σκεφτώ αρκετές περιπτώσεις.
Από θύμα, ο Νίκος Βαμβακούλας έγινε θύτης και ενσωμάτωσε τα σφυρίγματα στο οπλοστάσιό του. “Τελειώνοντας από τον Παναθηναϊκό το 1990, πήγα στον Ιωνικό. Σε ένα Ιωνικός-ΟΦΗ λοιπόν, έφευγε μόνος του ο Τσιφούτης να βάλει γκολ. Πώς μου ήρθε λοιπόν εμένα και σφύριξα. Την άφησε τη μπάλα ο παίκτης και τη μάζεψε ο γκολκίπερ. Μετά πήγα στον ΟΦΗ κι έκανα το ίδιο με τον Πατίκα. Και στον Βαζέχα το έχω κάνει, στον Νικολαΐδη. Την έχουν πατήσει πολλοί, ακόμα και στην Ευρώπη. Ακόμα το κάνω στα παιχνίδια των παλαιμάχων και την πατάνε, παρατάνε την μπάλα και φεύγουν. Όταν παίζεις δεν σκέφτεσαι ποιος σφύριξε”.

Το ποδόσφαιρο που κάποτε ήταν διασκέδαση

 

‘Οσο κι αν προσπαθούσα, δεν κατάφερα να φανταστώ ένα τέτοιο σκηνικό να συμβαίνει σε αγώνα της σημερινής Σούπερ Λιγκ. Τον Φορτούνη να βγαίνει τετ α τετ με τον Στιλ και τον Μπούρμπο να σφυρίζει για να τον σταματήσει. Τόσο διαφορετικά ήταν εκείνα τα χρόνια;“Ήταν πολλά τα αστεία. Το ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα που προσφέρεται για διασκέδαση, για να περνάς καλά. Εμείς τότε περνάγαμε καλά, ακόμα και μέσα στο παιχνίδι λέγαμε αστεία. Κερδίζαμε 2-0 και στο 80’ έλεγα του Αναστόπουλου να κάνει τον τραυματία για να μπει μέσα ο μασέρ να του βάλει ψυκτικό. Την ώρα που του έβαζε λοιπόν ψυκτικό πήγαινα και του άνοιγα την τσάντα κι όταν έκανε να φύγει του άδειαζαν όλα τα πράγματα στο χορτάρι. Γελάγαμε και κερδίζαμε και χρόνο”.
Κάναμε τέτοια συνέχεια. Τώρα βλέπεις μια σοβαρότητα διαρκώς. Δεν είναι έτσι, το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι, πρέπει να διασκεδάζεις. Τώρα είναι όλοι ξένοι με ένα τηλέφωνο στο χέρι. Εμείς του παίκτες τους θέλουμε στον αγωνιστικό χώρο. Το παν είναι να το διασκεδάζεις και να είσαι κοινωνικός, απεχθάνομαι τους παίκτες που δεν μιλάνε, που είναι βεντέτες”.

You Foul

Ομολογώ πως νόμιζα ότι το μυθικό “You Foul” το είχε πει ο Παναγιώτης Γιαννάκης. Ο Νίκος Βαμβακούλας έσπευσε να με επαναφέρει στην τάξη. “Παίζαμε με τη Γιουβέντους, θυμάμαι είχαμε κερδίσει 1-0 με γκολ του Σαραβάκου. Σε κάποια φάση έκανε ένα πολύ σκληρό τάκλιν ο Καλιτζάκης στον Ίαν Ρας, ήταν ξεκάθαρα για κόκκινη. Τρέχω προς τον διαιτητή, τον κοιτάω και τον ρωτάω ‘You foul;”. Τον είχαν πιάσει τα γέλια και ο Καλιτζάκης τη γλίτωσε”.

Η τριμελής επιτροπή με τα πέντε άτομα

Το έχω πει φυσικά. Λέω συνέχεια τέτοια πράγματα για να γελάσουμε και να κοροϊδέψω καταστάσεις, επίτηδες τα λέω μην νομίζεις”. 
Σε ένα άλλο παιχνίδι χτύπησαν δυο παίκτες κεφάλι με κεφάλι και σωριάστηκαν κάτω. Έπιανε ο ένας το κεφάλι του και πάω και του λέω ‘ρε τι το κρατάς, σήκω και πάτα το’. Με κοίταγε σαν χάνος. Τα λέω αυτά, είναι πως παίρνεις στροφές, εγώ είμαι Υδροχόος, βλέπω πίσω απ’ το βουνό. Έχω κάνει πολλά, υπήρχαν βέβαια κι άλλοι πλακατζήδες, ο Λοσάντα ήταν πολύ μεγάλος πλακατζής

Στον Ιωνικό είχαμε κάτι μαύρα παιδιά και τους φώναζα τα παιδιά από το συνεργείο, τους έβαζα γράσο στα παπούτσια και γλιστρούσαν, τους έβαζα αντί για σαμπουάν αυτό που πλένουν τα αυτοκίνητα και έκαναν μπάνιο και πλενόντουσαν δυο ώρες. Δεν με παρεξηγούσε κανένας όμως, αν δεν εκτίθεται ο άλλος δεν θυμώνει, ήξεραν ότι τα κάνω για πλάκα”.

Ο Αλέφαντος κι ο Γκόρσκι

 

Είχε έρθει η ώρα να σοβαρέψουμε και πάλι. Στα 15 περίπου χρόνια της καριέρας του, ο Νίκος Βαμβακούλας συνεργάστηκε με αρκετούς προπονητές. Ποιους ξεχωρίζει και τι πήρε από τον καθέναν τους; “Είχα θέματα με τους προπονητές πολλά. Με τον Αλέφαντο είχα συνεργαστεί έξι μήνες στον Ολυμπιακό. Για τον Αλέφαντο τα έχω πει και θα το ξαναπώ. Είναι ένας προπονητής ιδανικός να τον έχεις Δευτέρα με Παρασκευή. Τις προπονήσεις που έκανε αυτός τις έκαναν οι άλλοι μετά από 15 χρόνια. Κάθε μέρα καινούρια προπόνηση, δεν βαριόσουν ποτέ. Ευχαριστιόσουν προπόνηση. Παίζαμε διπλό κι αν δεν κέρδιζε η πρώτη ομάδα δεν το έληγε ποτέ. Στους αγώνες όμως δεν το είχε. Είχε κι άλλα θέματα. Έβλεπε μια μαύρη γάτα και μας έβαζε να φύγουμε από το ξενοδοχείο, φορούσε σε κάθε αγώνα το ίδιο μπλουζάκι, έκανε τέτοια. Πάρα πολύ καλός προπονητής, ήταν 100 χρόνια μπροστά. Είχαμε καλές σχέσεις, είχαμε τσακωθεί βέβαια αλλά δεν έχει σημασία”. Κοίτα να δεις που τελικά δεν ήταν μόνο ο Βασίλης Δανιήλ 100 χρόνια μπροστά.
Είχα πολλούς καλούς προπονητές, ο καθένας ήταν καλός και σε κάτι. Ο Παναγούλιας ας πούμε ήταν ιδανικός για την ψυχολογία, μπορούσε να πάρει από σένα το 100%. Και μη νομίζεις, σε μια δουλειά το Α και το Ω είναι η ψυχολογία. Αν είσαι καλά ψυχολογικά, τότε είναι πολύ πιο εύκολο να αποδώσεις.Το οικονομικό δεν σε βοηθάει, ένα εκατομμύριο το λεπτό να παίρνεις, αν δεν είσαι καλά θα φανεί. Ο Γκόρσκι ήταν εξαιρετικός στο να στήνει την ομάδα, ο Αλέφαντος όπως σου είπα ήταν φανταστικός στην προπόνηση. Αν από τον κάθε προπονητή πάρεις 1-2 πράγματα, τότε είσαι κερδισμένος”.
Ένας παίκτης-πειραχτήρι όπως ο Βαμβακούλας, δεν τσακωνόταν συνέχεια με τους προπονητές του;  Προσπάθησα να εκμαιεύσω κάποιο κουτσομπολιό, να τον κάνω να θυμηθεί μια διαμάχη με έναν εκ των προπονητών του. Για πρώτη φορά, φόρεσε το αυστηρό του ύφος. “Εμένα δεν μου αρέσει αυτό που κάνουν σήμερα, τσακώνεται ένας παίκτης με έναν προπονητή και πάει και τα λέει στους δημοσιογράφους. Αν έχεις πρόβλημα με κάποιον, θα πας να το πεις στον ίδιο, τετ α τετ, όσο είναι εκεί. Όχι μόλις φύγει να αρχίζεις τα ‘δεν ήταν καλός’. Πες τα σε αυτόν κι ας σε τιμωρήσει, καλύτερα να είσαι τίμιος. Αν έχεις κότσια πήγαινε πες στη διοίκηση, ‘κύριοι, εγώ με αυτόν τον προπονητή δεν παίζω’ ή ‘αυτός δεν κάνει’. Μην περιμένεις να φύγει για να μιλήσεις και να του ρίξεις όλη τη λάσπη”, λέει και βάζει τα πράγματα στη θέση τους.
Άλλωστε, έχει υπάρξει κι ο ίδιος προπονητής. Όπως μάλιστα αποκάλυψε, σκοπεύει να καθίσει σε κάποιο πάγκο πολύ σύντομα. “Έχω δουλέψει πολύ σαν προπονητής, σε Β’ και Γ’ Εθνική, σε Ερασιτεχνικά Πρωταθλήματα. Παρακολουθώ, πήγα και πήρα πάλι το δίπλωμα και δεν αποκλείεται σύντομα να πιάσω πάλι μια δουλίτσα σε έναν πάγκο, θα το ήθελα, το αγαπάω το ποδόσφαιρο, μου αρέσει. Αν δεν αγαπάς αυτό που κάνεις, καλύτερα να μην το κάνεις καθόλου”. Μιας και πιάσαμε τη κουβέντα για τους προπονητές, του ζήτησα να μου κατονομάσει τον κατά τη γνώμη του κορυφαίο προπονητή του Ολυμπιακού τα τελευταία χρόνια. Ξεκίνα ήδη να τραγουδάς σε ρυθμό “Seven Nation Army”.
Από όλες τις απόψεις, ο καλύτερος προπονητής ήταν ο Βαλβέρδε, με τα ελαττώματά του φυσικά. Άνθρωπός είναι άλλωστε, κανείς δεν είναι τέλειος. Όπου παίζει άνθρωπος γίνονται και λάθη”. 

Ο σημερινός Ολυμπιακός

 

Ο Βαλβέρδε ήταν ο τέλειος δούρειος ίππος για να πιάσουμε την κουβέντα για τον Ολυμπιακό του σήμερα. Και αυτόν τον Ολυμπιακό άλλωστε, ο Νίκος Βαμβακούλας τον ζει από μέσα. Όταν δει κάτι στραβό, το λέει στον κουμπάρο του, Βαγγέλη Μαρινάκη;
Την άποψη μου πάντα τη λέω, όχι μόνο στο Βαγγέλη το Μαρινάκη, παντού. Ο Ολυμπιακός έχει ξεχωρίσει από τις άλλες ομάδες, γιατί βάζει ‘μαρουλάκι’. Όταν βάζεις ‘μαρούλι’, χρήματα, μπορείς να πάρεις ό,τι θέλεις, να κάνεις ό,τι θέλεις. Βλέπεις ότι ο Ολυμπιακός είναι η μόνη ομάδα στην Ελλάδα που κάθε χρόνο πουλάει κι αγοράζει”. Αποφάσισα να το παίξω δικηγόρος του διαβόλου, για να στηρίξω λίγο και το “αφού η ομάδα κερδίζει, ας μην την αλλάξουμε”. Δεν κάνουν κακό οι διαρκείς αλλαγές στο ρόστερ;
Βλέπεις όμως ότι παρά τις αλλαγές, κάθε χρόνο πάει καλά στην Ευρώπη και παίρνει και το πρωτάθλημα εδώ. Αν δεν δώσεις χρήματα και φέρεις καλούς παίκτες, δεν μπορείς να κάνεις τη διαφορά”. Μόνο τα χρήματα φέρνουν κάθε χρόνο το πρωτάθλημα, ή μήπως βοηθάει κι η διαιτησία; Οι φωνές τα τελευταία χρόνια έχουν πληθύνει. Ο Νίκος Βαμβακούλας δεν απέφυγε (ούτε) αυτή την ερώτηση.
Βλέπεις ότι ο Ολυμπιακός κερδίζει μέσα έξω. Πάει στην Τούμπα, του βγάζουν το καπέλο, πάει στην Άρσεναλ κερδίζει. Επειδή βλέπω πάρα πολύ ποδόσφαιρο, όλες οι μεγάλες ομάδες, Μπάγερν, Ρεάλ, Μπαρτσελόνα, έχουν μια εύνοια. Αν δεν την έχουν την εύνοια αυτοί, ποιος θα την έχει; Αφού αυτοί διαθέτουν τα περισσότερα χρήματα για να βλέπει ο κόσμος καλύτερο θέαμα. Αν δεν το έχει λοιπόν αυτός το 5-10% της διαιτησίας, ποιος θα το έχει;
Η αναφορά στην Τούμπα και το Λονδίνο, μας έφερε και στον φετινό Ολυμπιακό. Ζήτησα ένα σχόλιο για την εικόνα της ομάδας μέχρι στιγμής. “Ο φετινός Ολυμπιακός είμαι μια καινούρια ομάδα, με ποιοτικούς παίκτες, παίκτες με προσωπικότητα, υπάρχουν 3-4 ποδοσφαιριστές που μπορούν με μια ενέργεια να σου πάρουν ένα παιχνίδι. Μπορεί ακόμα να μην έχει δέσει το σύνολο καθώς έχει πολλούς νέους παίκτες, όμως στα τελευταία δύσκολα παιχνίδια έδειξε ότι είναι ομάδα”.
Ο Μάρκο Σίλβα όπως τον είδα στα παιχνίδια μέχρι τώρα είναι ‘γάτος’. Βλέπεις ότι κάθε Κυριακή 7-8 ποδοσφαιριστές είναι ίδιοι. Αλλάζει 3-4 αλλά ο κορμός παραμένει σταθερός. Όταν έχεις έναν κορμό όλα πάνε καλά. Θέλει χρόνο, όμως έχει 18-20 καλούς ποδοσφαιριστές. Θα τα πάει καλά”. Είχα αποφασίσει να αναλάβω το ρόλο του γκρινιάρη. Καλοί οι ποιοτικοί ποδοσφαιριστές όμως οι Έλληνες ποδοσφαιριστές που είναι; Μόνο ο Φορτούνης αρκεί; “Σιγά-σιγά θα μπουν κι οι Έλληνες, δεν παίζουν ακόμα πολύ, αυτό είναι αλήθεια. Ο Φορτούνης έχει ξεκινήσει πράγματι καλά, αυτό όμως δεν μου λέει κάτι. Η διάρκεια είναι αυτή που κάνει τον παίκτη”.
Το σιγά-σιγά θα μπουν κι οι Έλληνες δεν με κάλυψε. Ρώτησα γιατί ο Ολυμπιακός δεν εμπιστεύεται γενικότερα ποδοσφαιριστές από τη χώρα. Αν δεν μπορεί να μου απαντήσει ο σκάουτερ Νίκος Βαμβακούλας, ποιος μπορεί; “Παραγωγή Ελλήνων παικτών υπάρχει, αλλά δεν είναι στο επίπεδο που απαιτείται για να παίξουν στον Ολυμπιακό, δεν μπορούν να αντέξουν εύκολα την πίεση. Πάντως έχουν έρθει και ξένοι στο ελληνικό πρωτάθλημα οι οποίοι δεν νομίζω ότι είναι καλύτεροι από τους Έλληνες. Σε αυτό παίζουν μεγάλο ρόλο και οι μάνατζερς”. Είναι αυτό υπεύθυνο και για την τραγική εικόνα της Εθνικής στα προκριματικά του Euro; “Η Εθνική είχε πολύ καλούς παίκτες, τώρα φαίνεται πως δεν έχει πια τόσο καλούς παίκτες για να προχωρήσει. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να βρει έναν προπονητή να συμμαζέψει την ομάδα και να βγουν κάποιοι καλοί παίκτες. Ψάχνεις να βρεις ένα δεκάρι και δεν υπάρχει. Τελείωσε ο Τσιάρτας και δεν υπάρχουν πια δεκάρια”.
Την Εθνική του Euro 2004, η γενιά του Νίκου Βαμβακούλα τη ζήλεψε άραγε; Χάρηκαν για την επιτυχία, ή σκέφτηκαν το πολύ ανθρώπινο, “γιατί αυτοί κι όχι εμείς”; “Όλοι ζηλέψαμε την Εθνική μας όταν το πήρε, θα θέλαμε να είμαστε εμείς στη θέση τους. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν χαρήκαμε, βγήκαμε κι εμείς στους δρόμους να πανηγυρίσουμε. Το ότι πήραν το Euro δεν τους κάνει καλύτερους παίκτες από εμάς όμως, θες και τύχη και τις κατάλληλες συνθήκες για να συμβεί κάτι τέτοιο. Οι δικοί μας αντίπαλοι τότε, Πολωνία, Ουγγαρία, Ρωσία, είχαν μεγάλους παίκτες, πολύ πιο δύσκολους να τους αντιμετωπίσεις. Τώρα δεν υπάρχουν αυτές οι ομάδες”.

Ο απολογισμός

 

15 χρόνια καριέρας, σου αφήνουν σίγουρα πολλές εμπειρίες, όμορφες και άσχημες στιγμές και υπέροχες αναμνήσεις. Λεφτά όμως άφησαν στον Νίκο Βαμβακούλα;
Λεφτά δεν έβγαλα από το ποδόσφαιρο, κάποια λεφτά μόνο για να κάνουμε ένα σπιτάκι. Αν έπαιζα σήμερα θα έπαιρνα 1, 1,5 εκατομμύριο το χρόνο. Θα ήθελα πολύ να παίζω σήμερα, όλοι το λέμε. Δεν μετανιώνω για τίποτα όμως. Μόνο στεναχωριέμαι που περνάνε γρήγορα τα χρόνια”. 

Όσο για το αν διατήρησε φιλίες με τους συμπαίκτες του: “Κάνω πάρα πολύ παρέα με τον Σαραβάκο, τον Μητρόπουλο, τον Παπαχρηστόπουλο και άλλους πολλούς”. Τη συνέντευξη διέκοψε αρκετές φορές περαστικός κόσμος, που σταματούσε για να πει μια κουβέντα στον Νίκο Βαμβακούλα. Το μαγαζί του, η καφετέρια “ARENA” στην Αργυρούπολη, αποτελεί πλέον σημείο συνάντησης για τους μερακλήδες που εκτός από ποδοσφαιρικούς αγώνες θέλουν να ακούσουν και μερικές ιστορίες από τα χείλη του ίδιου. “Στο μαγαζί μου μπορείς να δεις από μηχανοκίνητο αθλητισμό μέχρι ποδόσφαιρο και μπάσκετ. Τα Σαββατοκύριακα ειδικά γίνεται χαμός, όταν έχει καλούς αγώνες δεν προλαβαίνω καν να κάτσω να παρακολουθήσω, τρέχω συνέχεια”.
Εκτός από το μαγαζί του, τον Νίκο Βαμβακούλα μπορεί να τον πετύχεις και σε κάποια από τις guest εμφανίσεις του στην ελληνική τηλεόραση, όπως στο απολαυστικό “Υπέροχα Πλάσματα”. Για το τέλος, ζήτησα ένα σχόλιο για αυτές τις μικρές εκπλήξεις που μας έχει χαρίσει κατά καιρούς. “Έχω κάνει 3-4 εμφανίσεις στην τηλεόραση. Έχω παίξει με τον Βουτσά στο ‘Με τα Παντελόνια Κάτω’, στα ‘Αστρα’. Με φώναξαν και πήγα. Μου έδωσαν ένα κείμενο και τους λέω ‘τι είναι αυτά, εγώ θα πω αυτά που θέλω’ και αυτοσχεδίασα και όλα ήταν μπόμπα. Για την πλάκα μου το έκανα, δεν είναι αυτά για μένα, 7-8 ώρες γύρισμα είναι δύσκολο”.
Φεύγοντας από την όμορφη παρέα του Νίκου Βαμβακούλα, δυο πράγματα μπορούσα να σκεφτώ. Αρχικά, ότι καλά έκανα και πήγα να του μιλήσω εκείνο το μεσημέρι του Ιουλίου κι έπειτα, ότι τελικά όλη του η ζωή μέχρι σήμερα, μοιάζει με έναν πετυχημένο αυτοσχεδιασμό.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου