ΑΣ ΚΕΡΔΙΣΟΥΜΕ ΠΑΡΕΑ


powered by Agones.gr - Stoixima

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

Το καλύβι του μπαρμπα-Γιώργου, του Ταρζάν.

Για εμένα το Ακρόπολις είναι ο «Ταρζάν», ένας μοναχικός άνθρωπος του βουνού που έμενε σ' ένα σπιτάκι του δάσους στον Τυμφρηστό, μετά το χωριό Ζαχαράκι, πηγαίνοντας προς Φουρνά. Εκεί γινόταν μια από τις πιο χαρακτηριστικές και διάσημες ειδικές διαδρομές του Ακρόπολις και είχε πάρει το όνομά της ακριβώς από το καλύβι του μπαρμπα-Γιώργου, του Ταρζάν, του οποίου το επώνυμο δεν έμαθα ποτέ*. Θυμάμαι τα συνθήματα που έγραφε σε σανίδια έξω από το σπιτάκι του, όπως: «Ο μπαρμπα- Γιώργος είναι καλός, αλλά η αλεπού τρώει τις κότες». Hταν ένας μοναχικός τύπος, κοντούλης, καραφλός, ο οποίος με αποκαλούσε «ανιψούδι». Κάθε φορά τον ρωτούσα, «Tι να σου φέρω, μπάρμπα, την άλλη εβδομάδα που θα έρθω για δοκιμές;» - «Καφέ, ζάχαρη και τσιγάρα», έλεγε εκείνος πάντοτε. -«Τι τσιγάρα;» - «O,τι να 'ναι», επέμενε. - «Μα, δεν μπορεί. Για τη ζάχαρη και τον καφέ πες ότι δεν πειράζει τι μάρκα είναι. Αλλά για το τσιγάρο που καπνίζεις, για το λαιμό σου, πρέπει να έχεις προτίμηση». - «Τι μου λες τώρα; Ξέρεις τι καπνίζω το χειμώνα, όταν είμαι αποκλεισμένος από τα χιόνια; Καθημερινή και πουρνάρι. Τρίβω πουρναρόφυλλα, κόβω την εφημερίδα και στρίβω τσιγάρο. Τραβάω δυο τζούρες και πέφτω ξερός για ύπνο».

Kάνοντας δοκιμές για τον αγώνα του 1978, ο Ιαβέρης κι εγώ, ήμασταν στο σπιτάκι του Ταρζάν. Ξαφνικά, μέσα στην ησυχία του δάσους ακούσαμε το μουγκρητό ενός αγωνιστικού αυτοκινήτου. Σε λίγο έξω από το καλύβι ήταν παρκαρισμένο ένα εργοστασιακό Φίατ Μιραφιόρι και ο οδηγός του, ο Μάρκου aλεν, χτυπούσε την πόρτα. Ο Ταρζάν τον κοίταζε απορημένος, έτσι ψηλός και επιβλητικός που ήταν ο Φινλανδός. Ο Ιαβέρης του έκλεισε το μάτι και τον ρώτησε επίτηδες: «Γουάτ ντου γιου γουόντ του ντρινκ;». Ο aλεν, πιάνοντας το μήνυμα, είπε: «Ουίσκι». Ο μπαρμπα-Γιώργος τον κοίταξε εμβρόντητος και ύστερα από κάποια δευτερόλεπτα περίσκεψης εξήγησε στον παγκόσμιο πρωταθλητή σε άπταιστα ελληνικά, συλλαβιστά, όμως, για να καταλάβει: «Τι ουίσκι, ορέ ζαγάρ'; Εδώ δεν έχουμε λαδάκι για το καντήλι, ουίσκι μου ζητάς;».

Ο Ταρζάν είχε πολύ καλές σχέσεις με τον Τζώνυ Πεσμαζόγλου. Kάποτε, όταν είχε καιρό να τον δει, μου ζήτησε να δώσω κάτι εκ μέρους του στη γραμματέα του Τζώνυ. Eβγαλε λοιπόν με προσοχή από εκεί που τα είχε φυλαγμένα δύο μικρά ματσάκια αμάραντο. «Κρεμάστηκα από τα βράχια με σχοινιά για να τα μαζέψω», μου είπε. «Πάρε τα, είναι ένα για εκείνην και ένα για τη γυναίκα σου». Αυτά τα σπάνια λουλουδάκια ήταν η ψυχή του Ταρζάν, οι διαφορετικές αξίες ενός ανθρώπου μακριά από τη ζωή που εμείς οι άλλοι ζούσαμε.

Ο μπαρμπα-Γιώργος πέθανε με έναν τραγικό τρόπο, πέθανε από τη σύγχρονη Ελλάδα. Eνα βράδυ εισέβαλαν στο καλύβι του κάτι Αλβανοί, τον ξυλοκόπησαν άγρια για να του πάρουν όσα χρήματα είχε - που δεν είχε. Bρέθηκε στο νοσοκομείο στην Αθήνα σε πολύ κακή κατάσταση. Oταν συνήλθε, επέστρεψε στο καλύβι του, δεν άντεχε στην πόλη. Το δασαρχείο της Ρεντίνας του πήγαινε συχνά ξύλα, όμως εκείνος ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς και το χιόνι είχε καλύψει τα πάντα. Eμεινε πολλές ημέρες αποκλεισμένος. Oταν άνοιξαν τον δρόμο ώς το καλύβι του, τον βρήκαν ξυλιασμένο, να πολεμάει με ένα τσεκούρι να σπάσει την πόρτα, προφανώς για να την κάψει στο τζάκι...

Αν μου ζητούσαν να φυλάξω μία εικόνα από το Ακρόπολις, θα κρατούσα τον κόσμο της επαρχίας, τους ανθρώπους που παρατασσόταν επί χιλιόμετρα για να δουν τα αυτοκίνητα να περνούν. Περνούσαμε από την Καρδίτσα για να πάμε στην Καλαμπάκα, τα σχολεία της περιοχής δεν άνοιγαν τις μέρες του aκρόπολις. Και ήταν όλα τα παιδάκια με σημαίες στα χέρια και ζητωκραύγαζαν καθώς φτάναμε, πηγαίνοντας -επίτηδες για να τους ευχαριστήσουμε- με τις πάντες μέσα στις πλατείες. Κι εκείνοι ξεσηκώνονταν και φώναζαν. Hταν γι' αυτούς, αλλά και για μας, ένα πανηγύρι.

* Γιώργος Μπούργος



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου