Δεκαπενταύγουστος και βρίσκομαι στο χωριό του πατέρα μου μετά από πάρα πολλά χρόνια. Και μου αρέσει. Έχω χαλαρώσει. Δε νιώθω καμιά ανάγκη να βαφτώ, να σινιαριστώ και να βάλω κάτι ιδιαίτερο. Κυκλοφορώ με ένα βαμβακερό φουστανάκι και σανδάλια και θυμάμαι πράγματα που έχω ξεχάσει: όπως το να περιμένεις να ωριμάσουν τα σταφύλια που κρέμονται από το κλίμα ή ότι τα σύκα είναι πιο νόστιμα όταν τα τρως απευθείας από το δέντρο ή πως η ζωή είναι πιο ωραία σε ένα μέρος που δεν έχει φανάρια.
Και ενώ παριστάνω τον Μόγλη και είμαι έτοιμη να γίνω ένα με τη φύση, η θειά μου που με φιλοξενεί στο σπίτι της με κοιτάει με νόημα και με ρωτάει «τι θα βάλεις αύριο το βράδυ;». Προσπαθώ να καταλάβω τι είναι το επόμενο βράδυ και δυσκολεύομαι. Δε βλέπω ειδήσεις, δεν διαβάζω εφημερίδα, δεν ανοίγω την ατζέντα μου και δε ξέρω που βρίσκεται το κινητό μου. Με λίγα λόγια, δεν ξέρω τι ημερομηνία είναι και δε μπορώ να καταλάβω τι το εξαιρετικό έχει το αύριο βράδυ.
Βλέποντας το ύφος μου, η θειά μου ρίχνει ένα περιφρονητικό βλέμμα γιατί ξεχνάω τα βασικά και μου λέει «αύριο είναι το πανηγύρι».
Τα προηγούμενα χρόνια της ζωής μου, τον Δεκαπενταύγουστο βρισκόμουν σε κάποιο νησί. Τον Δεκαπεντάγουστο, ξύπναγα αργά όπως πάντα, πήγαινα για μπάνιο και μετά τριγύρναγα στα πανηγύρια της περιοχής με τη παρέα μου, το παρεό μου, την αλμύρα μου και τη διάθεση μου να πιω και να διασκεδάσω μέχρι τελικής πτώσης. Αλλά εδώ είναι αλλιώς.
Φέτος είμαι ντόπια στο μέρος και όχι ξένη.
Επίσης, είμαι ανύπαντρη και χωρισμένη. Και αυτός είναι ένας πολύ κακός συνδυασμός. Γιατί σε αυτό τον πανηγύρι, δε θα πάω σαν άνθρωπος αλλά σαν υποψήφια. Δε μπορώ τουλάχιστον να είμαι υποψήφια για αναχώρηση; Δεν προλαβαίνω να φύγω για να μη το ζήσω; Δε με λυπάται κανείς;; Η θειά έχει εισβάλλει στο δωμάτιο και αναζητά εκείνο το φόρεμα με το οποίο πρέπει να με δουν τα αγόρια. Φόρεμα τέτοιο δεν υπάρχει. Τα φορέματα μου είναι όλα για διακοπές και όχι για μπουζούκια. Το πόρισμα βγήκε. Πρέπει να πάω στη Χώρα για ψώνια.
Φέτος, θα με παντρέψουν. Το έχουν πάρει απόφαση.
Φυσικά, στη Χώρα δε θα πάω. Το έχω δει το έργο και άλλες φορές και εγώ δεν θέλω να συμμετέχω. Και καλώ όλες τις single γυναίκες αυτής της χώρας που έχουν επισκεφτεί τα χωριά τους, να αντισταθούν στο νυφοπάζαρο, να αρνηθούν να φορέσουν το στρας και το τακούνι και να σκάσουν στο πανηγύρι με τζιν σορτσάκι, σαγιονάρα και μαλλί πιασμένο με λαστιχάκι.
Ως πότε η ελληνική επαρχεία θα φοράει τα σατέν της και θα παίρνει θέση μπροστά στη γουρουνοπούλα για να παντρέψει τα παιδιά της;
Ως πότε οι «παρθένες» θα εμφανίζονται με μαλλί πιστολάκι και κόκκινο κραγιόν στη πίστα για να την αξιολογήσουν τα μελλοντικά πεθερικά τους; Ως πότε οι μοναχικοί αυτού του τόπου θα γίνονται θεάματα και θα είναι δακτυλοδεικτούμενοι; Στο πανηγύρι στο Νερόμυλο θα είναι παραμονή της Παναγίας η Έφη Θώδη στη πίστα. Εκεί, θα πάνε τα κελεπούρια των γύρω χωριών.
Μόνο που σκέφτομαι όλο το σκηνικό, ανατριχιάζω.
«Με αυτά τα καμώματα, ανύπαντρη θα μείνεις», μου λέει η θειά. Γελάω κάτω από τα μουστάκια μου. Αν είναι αγάπη μου να παντρευτώ άντρα πανηγυρτζή που συχνάζει στη Θώδη, ας μην το βάλω το ρημάδι το στεφάνι. Φοράω τα καλοκαιρινά μποτάκια μου και ένα ακόμα βαμβακερό φουστανάκι, παίρνω το αυτοκίνητο μου και κατηφορίζω προς τη Βοϊδοκοιλιά. Για δυο μέρες θα εξαφανιστώ από το χωριό.
Η νύφη το ‘σκασε.
galsnguys
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου