Η άγρια πλευρά του Διαδικτύου είναι γεμάτη σκοτεινούς μύθους. Τους αναζητήσαμε μέσα από αληθινές ιστορίες.
Υπάρχει ζωή πέρα από.... το Google; Και πώς μοιάζει; Προφανώς, υπάρχει η πραγματική ζωή πέρα από το Google, γι' αυτό η συνάντηση με τον Ανδρέα έχει οριστεί να γίνει διά ζώσης στο σπίτι του. Ο 30χρονος προγραμματιστής, που ζήτησε να παραμείνει ανώνυμος, εργάζεται σε μια νορβηγική start-up εταιρεία λογισμικού εξ αποστάσεως. Ο ίδιος αρνείται την ιδιότητα του χάκερ, όμως είναι αρκετά εξοικειωμένος με εκείνο που έχει επικρατήσει να αποκαλείται dark net, το Διαδίκτυο δηλαδή που δεν περιλαμβάνεται στο αρχείο του Google, και προσφέρθηκε για μια «ξενάγηση». Βρισκόμαστε, λοιπόν, στο διαμέρισμά του στον Χολαργό για μια «βόλτα στην άγρια πλευρά», όπως τραγουδούσε ο Λου Ριντ το 1972, σε έναν διαφορετικό, λιγότερο καλωδιωμένο κόσμο.
Τα τελευταία δύο χρόνια μια σειρά από μεγάλα μέσα ενημέρωσης, ανάμεσά τους η εφημερίδα «Washington Post» και το περιοδικό «Wired», αφιερώνουν ολοένα και περισσότερο χώρο σε έναν αθέατο, μη καταλογογραφημένο από τις μηχανές αναζήτησης, online κόσμο, που έχει επικρατήσει να αποκαλείται dark net. Καθώς τον έχει σκιαγραφήσει ο διευθυντής του Centre for the Analysis of Social Media, Τζέιμι Μπάρτλετ, στο ομώνυμο βιβλίο του («The Dark Net», εκδ. Melville House), πρόκειται για ένα μέρος του Διαδικτύου σε μεγάλο βαθμό «ευμετάβλητο», όπου τα ίχνη των χρηστών του είναι δύσκολο να εντοπιστούν. Ως εκ τούτου, περιγράφεται ως ένας κόσμος όπου «ευδοκιμούν» ο ακτιβισμός, οι συναλλαγές με το εικονικό νόμισμα Bitcoin, τα τρολ, το εμπόριο ναρκωτικών, η πορνογραφία και κάθε είδους ψηφιακή αντανάκλαση της βίας, της διαστροφής και άλλων ανθρώπινων παθογενειών. Συχνά, τα σχετικά δημοσιεύματα αγγίζουν τη σφαίρα της τρομολαγνείας. Τι ισχύει, όμως, από όλα αυτά;
Ο Ανδρέας φτιάχνει καφέ σε μια παλιά καφετιέρα με ραγισμένο δοχείο, ενώ στα πόδια του τρίβεται ο γάτος του. Η διακόσμηση του διαμερίσματός του, όπου συζεί με τη φίλη του, με τις αφίσες των ροκ γκρουπ στους τοίχους, παραπέμπει περισσότερο σε εφηβικό δωμάτιο παρά σε σπίτι συμβατικού ζευγαριού 30χρονων. Στη θέση του καθιστικού υπάρχει ένα μεγάλο τραπέζι· κάτι ανάμεσα σε τραπεζαρία, τραπέζι επαγγελματικών συσκέψεων και γραφείο. Εκεί καθόμαστε, μπροστά σε ένα λάπτοπ συνδεδεμένο με μια μεγάλη εξωτερική οθόνη και με έναν ενισχυτή, συνδεδεμένο με τη σειρά του με δύο πελώρια ηχεία. Ανοίγοντας το λάπτοπ, εξηγεί: «Λέγεται ότι το ποσοστό των σελίδων που είναι καταχωρισμένες στο Google είναι μόλις το 1% όσων πράγματι υπάρχουν», για να προσθέσει ότι το ποσοστό αυτό ακούγεται και στον ίδιο υπερβολικά μικρό.
Τι μπορεί να ορίσει κάποιος ως dark net; Ο Ανδρέας απαντά: «Το Google προκειμένου να καταχωρίσει μια σελίδα και να την εμφανίσει ως αποτέλεσμα πρέπει να την εντοπίσει. Αυτό συμβαίνει αλυσιδωτά, καθώς οι σέρβερ του σαρώνουν και ακολουθούν τους συνδέσμους άλλων σελίδων που έχουν ήδη εντοπιστεί. Αν υπάρχει κάποια σελίδα στην οποία δεν οδηγεί καμία άλλη σελίδα και μπορεί να την επισκεφτεί κάποιος μόνο αν γνωρίζει με άλλον τρόπο τη διεύθυνσή της, τότε το Google είναι αδύνατο να την εμφανίσει στα αποτελέσματα των αναζητήσεων. Τότε βρισκόμαστε στο πεδίο του, υπό την ευρεία έννοια, dark net».
Υπάρχει λιγότερο ευρεία έννοια του dark net; «Βεβαίως» νεύει ο Ανδρέας. «Υπάρχει ο φυλλομετρητής Tor, που λειτουργεί από το 2002. Μοιάζει με οποιονδήποτε άλλον φυλλομετρητή, όπως είναι ο Internet Explorer ή ο Firefox, αλλά η τεχνολογία που τον υποστηρίζει είναι ριζικά διαφορετική». Τότε ανοίγει ένα παράθυρο του Tor στην οθόνη μπροστά μας και πληκτρολογεί στην μπάρα της διεύθυνσης «33y6fjyhs3phzfjj.onion». To Tor ανταποκρίνεται στην ακατανόητη αυτή διεύθυνση και εμφανίζει την ιστοσελίδα της βρετανικής εφημερίδας «The Guardian», η οποία στο συμβατικό Διαδίκτυο βρίσκεται στη διεύθυνση «theguardian.com». Του ζητάω να δοκιμάσει την ίδια διεύθυνση σε έναν συμβατικό φυλλομετρητή και όταν το κάνει εκείνος είναι σαφής: «Εrror». «Ολες οι διευθύνσεις που μπορεί να ανοίξει το Tor είναι της μορφής xxxx.onion» εξηγεί ο Ανδρέας. Πράγματι, για να πλοηγηθεί κάποιος στο σκοτεινό Διαδίκτυο, πρέπει να γνωρίζει εκ των προτέρων τη διεύθυνση την οποία θέλει να επισκεφτεί. «Καθώς πολλές φορές όσα συμβαίνουν στο dark net βρίσκονται στα όρια της νομιμότητας ή πέρα από αυτά, κάποιος μπορεί να βρει διευθύνσεις για ό,τι αναζητά μέσα από καταλόγους που κυκλοφορούν, οι οποίοι βέβαια ακυρώνονται και ανανεώνονται πολύ συχνά» λέει ο Ανδρέας. Η δομή αυτή παραπέμπει σε οργάνωση μιας πρωτόγονης κοινωνίας.
Τι σημαίνει αλήθεια το «onion»; «Παραπέμπει σε μια διαδικασία που ονομάζεται onion routing» απαντάει πίνοντας μια γουλιά καφέ. «Χονδρικά, μέσω πολλαπλών διαδρομών των αιτημάτων για το άνοιγμα μιας σελίδας σε μια συστοιχία από σέρβερ, καταφέρνει κάποιος να μην αφήνει ίχνη. Συγκεκριμένα, όταν βρισκόμαστε σε δίκτυο onion, τα πακέτα πληροφοριών που φεύγουν από τον υπολογιστή μας προκειμένου να "καλέσουν" την όποια διεύθυνση θέλουμε να προβάλουμε, φτάνουν μεν στη διεύθυνση αυτή, αλλά χωρίς το ίχνος μας να είναι ορατό στον προορισμό τους. Κατ' αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται απόλυτη ανωνυμία».
Στον Τύπο και στα υπόλοιπα μέσα, λίγο-πολύ, το dark net παρουσιάζεται ως ένας πανούργος, ψηφιακός διάβολος. Συχνά, η αντιμετώπιση αυτή είναι δικαιολογημένη, καθώς η πεποίθηση ότι πίσω από το πέπλο της απόλυτης ανωνυμίας ευνοούνται κάθε λογής παρανομίες δεν μπορεί παρά να είναι βάσιμη. Στο ντοκιμαντέρ «Deep Web» του Αμερικανού Αλεξ Γουίντερ, το οποίο προβλήθηκε στις ΗΠΑ τον περασμένο Μάιο, παρουσιάζεται η εικόνα μιας παράλληλης δυστοπίας, μιας ψηφιακής Γκόθαμ Σίτι. Ο Κιάνου Ριβς, ως αφηγητής του ντοκιμαντέρ, παρουσιάζει την ιστορία του Silk Road, ενός δικτυακού τόπου, προσβάσιμου μόνο μέσω Tor, στον οποίο γινόταν κατά κόρον ελεύθερη διακίνηση μαλακών ή σκληρών ναρκωτικών, συχνά με αντάλλαγμα το εικονικό διαδικτυακό νόμισμα Bitcoin. Η ιστορία ήλθε στο φως όταν ο δημιουργός της σελίδας, Ρος Ούλμπριχτ, αποκαλύφθηκε από τις Aρχές και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Ακόμη και έπειτα από αυτό, υπάρχει η φήμη ότι στο dark net λειτουργεί το Silk Road 2.0, η μετενσάρκωση του δημιουργήματος του Ούλμπριχτ με αντίστοιχη δραστηριότητα. Πέρα από την ιστορία του Silk Road, οι φήμες περί βιασμών ή δολοφονιών σε ζωντανή μετάδοση για το κοινό του Tor κυκλοφορούν κατά κόρον, πάντοτε συνοδευόμενες από την επιφύλαξη ότι μπορεί απλώς να αποτελούν υπεραστικούς μύθους.
Πόσο εύκολο είναι όμως για τις Αρχές να παρακολουθήσουν τον δαιδαλώδη κόσμο του dark net; «Αρκετά δύσκολο» απαντάει ο δικηγόρος Βασίλης Τσιότσικας, ειδικευμένος σε θέματα ηλεκτρονικού εγκλήματος και επικεφαλής του γραφείου IT Partners. «Οι αποδείξεις που μπορούν να συλλέξουν οι Αρχές από διάφορα δίκτυα που έχουν σκοπό να διαφυλάξουν την ιδιωτικότητα ή την ανωνυμία των χρηστών τους είναι περιορισμένες. Πρακτικά, έχει γίνει πολύ δυσκολότερο το έργο των Αρχών στον εντοπισμό του ηλεκτρονικού ίχνους του κάθε δράστη. Ωστόσο, τόσο οι ελληνικές όσο και οι ξένες Αρχές έχουν πλέον εξοπλιστεί με νέας τεχνολογίας συστήματα, κυρίως λογισμικό, που ουσιαστικά προσπαθεί να σπάσει την κρυπτογράφηση. Αντιστοίχως, ο νομοθέτης, και στην Ελλάδα, αποπειράται να διευρύνει τους πιθανούς τρόπους τέλεσης των εγκλημάτων, ώστε να συμπεριλάβει τις ψηφιακές μορφές τους. Ομως, με τον ρυθμό με τον οποίο προχωρούν οι τεχνολογικές εξελίξεις, μάλλον ο νομοθέτης θα πιάνεται πάντοτε εξαπίνης. Πάντοτε το Διαδίκτυο είναι ένα βήμα μπροστά. Πλέον, ο μέσος χρήστης που θέλει να τελέσει μια παράνομη πράξη είναι αρκετά πληροφορημένος, ώστε να το κάνει μέσω dark net» καταλήγει.
Οπως σε κάθε ζήτημα Διαδικτύου, έτσι και στο θέμα του dark net ανακύπτει το ζήτημα της προστασίας των ατομικών ελευθεριών. «To Tor αναπτύχθηκε ως πύλη προς ένα δίκτυο που διασφαλίζει την ιδιωτικότητα και την ανωνυμία των χρηστών» σημειώνει ο Βασίλης Τσιότσικας. Και συνεχίζει: «Για παράδειγμα, όταν δημοσιογράφοι θέλουν να λάβουν ή να στείλουν πληροφορίες, στο πλαίσιο του λειτουργήματός τους, πολλές φορές χρησιμοποιούν το Tor. Αντιστοίχως, αν δεν θέλει κάποιος οι διαδικτυακές κινήσεις του να καταγράφονται προκειμένου να χρησιμοποιούνται για λόγους μάρκετινγκ, πάλι θα χρησιμοποιήσει το Tor. Πρόκειται, θα έλεγα, για την απαρχή των ατομικών δικαιωμάτων του ανθρώπου».
Ο Ανδρέας μιλάει με μεγάλο ενθουσιασμό για τον αμερικανό δημοσιογράφο, ακτιβιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και χάκερ, Τζέι-κομπ Απελμπάουμ. Ανατρέχοντας στη σελίδα του 31χρονου Απελμπάουμ στη Wikipedia ανακαλύπτει κάποιος ότι πρόκειται για πρώην συνεργάτη του ιδρυτή του WikiLeaks Τζούλιαν Ασάνζ και του πρώην πράκτορα της CIA Εντουαρντ Σνόουντεν που αποκάλυψε το πρόγραμμα παρακολουθήσεων της αμερικανικής NSA. O Απελμπάουμ είναι καταζητούμενος στις ΗΠΑ και ζει σήμερα στο Βερολίνο. Κατά καιρούς καταγγέλλει δημοσίως ότι παρακολουθείται από μυστικές υπηρεσίες. Ο Απελμπάουμ, που προφανώς απολαμβάνει τη φήμη του ροκ σταρ μεταξύ των ακτιβιστών, των geek και των χάκερ, μεταξύ όλων των υπόλοιπων ιδιοτήτων του, είναι εκπρόσωπος της ομάδας χάκερ που ανέπτυξε το Tor. Ακόμη, το Ιδρυμα Ηλεκτρονικών Συνόρων (Electronic Frontier Foundation) που έχει σκοπό να υπερασπιστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα στο Διαδίκτυο στηρίζει την ελεύθερη διακίνηση του Tor.
Κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ο Βασίλης Τσιότσικας διακινδυνεύει μια πρόβλεψη: «Η αύξηση του ηλεκτρονικού εγκλήματος είναι ραγδαία. Η εκτίμησή μου είναι ότι σε ορίζοντα δεκαετίας ο αριθμός ηλεκτρονικών εγκλημάτων πρόκειται να ξεπεράσει εκείνον των φυσικών εγκλημάτων. Η κλοπή σε ένα κατάστημα θα γίνει πιο σπάνιο φαινόμενο από την κλοπή στο Διαδίκτυο». Ακούγεται ως μια εύλογη προβολή για το μέλλον. Καθώς ολοένα και περισσότερες δραστηριότητες μεταφέρονται online, φαντάζει φυσικό να συμβεί το ίδιο και με την παραβατικότητα.
«Από τη σύλληψή του, ως στρατιωτικό ηλεκτρονικό δίκτυο επικοινωνίας για τις ανάγκες της αεράμυνας, το Διαδίκτυο προϋπέθετε για τη λειτουργία του μια διαρκώς αναπτυσσόμενη τεχνική υποδομή, ένα αθέατο εργοστάσιο κι ένα κράτος μαζί» σημειώνει ο Τέλης Τύμπας, αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας της Τεχνολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Και συνεχίζει: «Το dark net αναπτύχθηκε προϋποθέτοντας αυτή την υποδομή και τον συγκεντρωτισμό-έλεγχο που τη χαρακτηρίζει. Η διάκριση μεταξύ dark net και λοιπού Διαδικτύου δεν είναι επομένως κάτι πολύ διαφορετικό από την κλασική διάκριση μεταξύ ενός δημόσιου οδικού δικτύου που είναι ανοιχτό σε όλους και ιδιωτικών οδών στις οποίες μπορεί κάποιος να συνεχίσει μόνο αν έχει το κλειδί για να συνεχίσει στον δρόμο πίσω από την καγκελόπορτα. Αναπτύσσοντας συνδέσεις μεταξύ αυτών των ιδιωτικών οδών, θα μπορούσε να προκύψει ένα διακριτό δίκτυο, κλειστό στη γενική πρόσβαση. Ετσι έχει προκύψει και το dark net. Ενα κλειστό δίκτυο αποτελεί συνήθως πεδίο δραστηριοτήτων που αποκλίνουν σημαντικά από αυτές του ανοιχτού δικτύου. Η απόκλιση όμως αυτή έχει να κάνει με τη γενικότερη διαφορά των δραστηριοτήτων σε δημόσια και ιδιωτικά πεδία και αφορά κάθε δίκτυο».
Το dark net, περισσότερο από έναν κόσμο ανομίας ή ακτιβισμού, καθρεφτίζει ένα υπαρκτό ρήγμα. Εκείνο μιας συγκεκριμένης γενιάς που αρνείται να συμμετάσχει στον κόσμο όπως έχει διαμορφωθεί και ζητά επίμονα την ιδιωτικότητά του στη διαφάνεια του Διαδικτύου, για να συμπεριφερθεί συνετά ή άτακτα. Ενας νέος, ψηφιακός κόσμος, μπροστά ή πίσω από το τείχος του Tor, επιθυμεί διακαώς τους δικούς του ήρωες και τον δικό του κομφορμισμό. Και ήδη παράγει τους δικούς του σκοτεινούς, απροσδόκητους, αλλόκοτους μύθους.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 04 Οκτωβρίου 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου