Το ρεμπέτικο τραγούδι, που πλέον έχει καταχωριθεί στη συνείδηση του Έλληνα, ανεξαρτήτως τάξης και μόρφωσης, δεν ήταν πάντα δεδομένο ως αυτονόητη ελληνική παράδοση, Χωρίς να αποτελεί πάντα το
δημοφιλές αυτό είδος που σήμερα αναγνωρίζουν όλοι, τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας, εναντίον του είχε ξεσπάσει ένας σφοδρός πόλεμος, ο οποίος διήρκεσε σχεδόν έναν ολόκληρο αιώνα…Γράφει η Νίκη ΠαπάζογλουΜε διάφορους παράγοντες να συμβάλλουν στη δημιουργία του και στην διαμόρφωση του, όπως τα δημοτικά τραγούδια, η Βυζαντινή και Βαλκανική μουσική, η Τούρκικη και ανατολίτικη μουσική είναι ένα είδος που επηρεάστηκε έντονα και από κοινωνικού περιεχομένου παράγοντες, όπως ο τρόπος ζωής (τεκέδες, φυλακές , παρανομία) και μεγάλα ιστορικά γεγονότα (καταστροφή της Σμύρνης το 22 και το κύμα της προσφυγιάς, η βιομηχανική επανάσταση και η άνοδος -και αργότερα κάθοδος- της αστικής τάξης, οι διάφοροι πόλεμοι -1897, Β’ παγκόσμιος, εμφύλιος)…
Οι απαρχές του φαίνεται να συνδέονται με τα τραγούδια των φυλακών στα τέλη του 19ου αιώνα. Ήδη από το 1850, όταν ο Γάλλος ευγενής Αππέρ επισκέφτηκε την Ελλάδα για να μελετήσει το πρόβλημα των οθωνικών φυλακών, αναφέρθηκε στα τραγούδια που ακούγονταν σ’ αυτές. Βέβαια ο Αππέρ δεν ήταν ο μόνος, ο Παπαδιαμάντης, ο Δάφνης και ο Καρκαβίτσας, ο οποίος επισκέπτεται το Μοριά το 1890, καταγράφουν στα χειρόγραφά τους αρκετά από αυτά.
Από όταν ιδρύεται το νεοελληνικό κράτος έως περίπου το 1880 στη Αθήνα κυριαρχεί το ιταλικό μελόδραμα, αφού τα «ελληνικά» τραγούδια της εποχής βασίζονταν πάνω σε μελωδίες από τις ιταλικές όπερες. Η πρώτη προσπάθεια για τη δημιουργία ελληνικού τραγουδιού ξεκινάει με την επτανησιακή καντάδα και το αθηναϊκό τραγούδι, με έντονη βέβαια την επίδραση του ιταλικού μελοδράματος.
Την περίοδο εκείνη άλλωστε λειτουργούν στην Αθήνα δύο ειδών καφέ, τα καφέ-σαντούρ μετέπειτα καφέ-αμάν, το πρώτο άνοιξε το 1873, και τα καφέ σαντάντ. Έτσι η Αθήνα χωρίζεται στα δύο. Από τη μία μεριά βρίσκονται οι «εραστές της ασιάτιδος μούσης» και από την άλλη όσοι απορρίπτουν τους αμανέδες θεωρώντας πως δεν έχουν κάτι το ελληνικό και προσκολλούνται στη δύση.
Μετά από δέκα χρόνια κυριαρχίας, τα καφέ αμάν γνωρίζουν πτώση για να επανέλθουν κατά την μικρασιατική καταστροφή μαζί με την οπερέτα που κυριαρχεί επίσης, της οποίας η μουσική είναι ελληνική και δεν έχει καμία σχέση ούτε με την επιθεώρηση ούτε με τα «αμανετζίδικα». Εκείνα τα πρώτα χρόνια της οπερέτας γεννούνται και τα τραγούδια του κρασιού, τα οποία φτάνουν στο ζενίθ τους τη δεκαετία του 1930. Όμως το έδαφος φαίνεται να χάνεται με την εμφάνιση της δισκογραφίας…
Σε όλη αυτή την περίοδ, η ζωή στην Ελλάδα, καθορίζεται από παράγοντες όπως η εσωτερική και η εξωτερική μετανάστευση, ο διπλασιασμός του ελλαδικού εδάφους το 1912 και η Μικρασιατική καταστροφή του 1922.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες δημιουργούν κατά ένα τρόπο το κατάλληλο υπόστρωμα για τη δημιουργία των ρεμπέτικων. Τα τραγούδια των προσφύγων, οι οποίοι ήλθαν με την Μικρασιατική Καταστροφή συνδυαζονταισμό με το είδος που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται για να μας δώσουν το είδος μουσικής που θα σημαδέψει για τα επόμενα χρόνια τη χώρα.
Ως κατεξοχήν τραγούδια των πόλεων και ιδιαίτερα των λιμανιών,όπως η Σμύρνη, η Πόλη, ο Πειραιάς, η Αλεξάνδρεια, τα ρεμπέτικα, κατά την πρώτη εμφάνισή τους, τραγουδιούνται από ανθρώπους του περιθωρίου και έχουν χαρακτήρα και περιεχόμενο καθαρά κοινωνικό.
Περίοδοι του Ρεμπέτικου
Ο διαχωρισμός που συνηθέστερα γίνεται σ’ αυτό το είδος τραγουδιού με τα έντονα κοινωνικά στοιχεία, ακολουθεί εν μέρει την ιστορία του τόπου και τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν. Έτσι οι περισσότεροι μιλούν για τις τρεις περιόδους του ρεμπέτικου.
Ως το τα τέλη της δεκαετίας του 30.
Στην πρώτη περίοδο, κυριαρχεί το Σμυρναίικο και ανατολίτικο στυλ στο ρεμπέτικο τραγούδι. Η καταστροφή της Σμύρνης και η προσφυγιά από την Μικρά Ασία εμπλουτίζουν το Ελληνικό τραγούδι με αμανέδες και ταξίμια, Σμυρνιές τραγουδίστριες και ανατολίτικα όργανα όπως σάζι, σαντούρι, ούτι, κανονάκι.
Οι στίχοι στα πρώτα ρεμπέτικα μιλούν για παραβατικές πράξεις και για ερωτικές σχέσεις, ενώ το κοινωνικό στοιχείο στην θεματική είναι περιορισμένο.
Στην περίοδο αυτή κυριαρχεί το πειραιώτικο στυλ με κυριότερο εκφραστή τον Μάρκο Βαμβακάρη. Παράλληλα αρχίζουν να γράφουν ρεμπέτικα και οι Σμυρνιοί συνθέτες. Το 1937 πρωτοεμφανίζεται ο Βασίλης Τσιτσάνης ενώ την ίδια περίπου περίοδο εμφανίζεται και ο Μανώλης Χιώτης. Σε εκείνα τα χρόνια όμως είναι που ξεκινά και η λογοκρισία των ρεμπέτικων τραγουδιών, των τραγουδιών αυτών που εκφράζουν τον τρόπο ζωής ενός ολόκληρου κοινωνικού στρώματος. Το 1936 λογοκρίνεται το τραγούδι του Τούντα «Βαρβάρα» ενώ ένα χρόνο αργότερα, το 1937, επιβάλλεται από το καθεστώς Μεταξά γενικευμένη λογοκρισία. Το περιεχόμενο αλλάζει αναγκαστικά. Οι αναφορές στο χασίσι, στους τεκέδες και στους ναργιλέδες πρέπει να εκλείψουν.
1938 εως περίπου το 1950
Στην δεύτερη περίδο, οι μάγκες των μεγάλων αστικών κέντρων έχουν αντικαταστήσει τα ανατολίτικα οργάνα με μπουζούκι, μπαγλαμά και κιθάρα. Η ρεμπέτικη μουσική έχει μετατραπεί σε τρόπο ζωής για τους ανθρώπους του περιθωρίου, της φτώχιας , τους αδικημένους από την κοινωνία, τους ναρκομανείς, τους φυλακισμένους.
Κατά την κατοχή γράφονται τραγούδια τα οποία δεν περνάνε στη δισκογραφία γιατί τα εργοστάσια παραμένουν κλειστά μέχρι το 1946. Την περίοδο αυτή κυριαρχούν ο Βασίλης Τσιτσάνης μαζί με την Μαρίκα Νίνου, ο Μανώλης Χιώτης, ο Γιώργος Μητσάκης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Οι πιο παλιοί ρεμπέτες μένουν όμως στο περιθώριο.
Στην κατοχή άλλωστε, πεθαίνουν αρκετοί από τους Σμυρνιούς συνθέτες. Βέβαια κάποιοι άλλοι, εκείνοι του πειραιώτικου, είναι εν ζωή και με δυσκολία προσπαθούν να συντηρηθούν. Όπως αναφέρει ο Μάρκος Βαμβακάρης στην αυτοβιογραφία του«έτρεχα στα νησιά και στα πανηγύρια».
Στην δεκαετία του 1940 εμφανίζεται η Σωτηρία Μπέλλου ενώ στην δεκαετία του 1950 εμφανίζονται δύο πολύ σημαντικοί νέοι τραγουδιστές, ο Στέλιος Καζαντζίδης και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.
Σταδιακά το ρεμπέτικο βρίσκει απήχηση σε όλο και μεγαλύτερα στρώματα του πληθυσμού, επεκτείνεται η θεματολογία του με την εμφάνιση των αρχοντορεμπέτικων και περνά από τα καταγώγια στις οικογενειακές ταβέρνες.
Από το 1950 και έπειτα
Αν και σύμφωνα με πολλούς μουσικούς ερευνητές στα μέσα της δεκαετίας του ’50 φαίνεται ο πρόσκαιρος θάνατος του ρεμπέτικου, στη δεκαετία του 1960 πραγματοποιείται η νεκρανάστασή του. Τα άρθρα που γράφονται, οι φιλότιμες προσπάθειες αρκετών φοιτητών, ο κορεσμός του κόσμου από τα ινδικά, η ηχογράφηση του Επιτάφιου του Θεοδωράκη το 1960, έχουν ως αποτέλεσμα οι δισκογραφικές εταιρείες να αρχίσουν να ηχογραφούν εκ νέου ρεμπέτικα, κυρίως μερικά παλιά με τις φωνές του Γρηγόρη Μπιθικώτση και της Σωτηρίας Μπέλλου. Έτσι ρεμπέτες όπως ο Μάρκος και ο Στράτος ξαναβρίσκουν δουλειά στα μαγαζιά. Παράλληλα μέσα από ρεμπέτικες μουσικές βραδιές που διοργανώνονται ο νέος κόσμος, κυρίως φοιτητές, έχει την ευκαιρία να γνωρίσει τους παλιούς ρεμπέτες.
Σε εκείνη την περίοδο, συγκεκριμένα το 1961, ο Χριστιανόπουλος κυκλοφορεί ένα δοκίμιο και διεκδικεί γι’ αυτό τον τριπλό τιμητικό τίτλο: της πρώτης ρεμπέτικης βιβλιογραφίας, της πρώτης ανθολογίας ρεμπέτικης στιχουργίας και, ως προς την ανατυπωμένη του μορφή, της πρώτης μονογραφίας επί του αντικειμένου. Επτά χρόνια μετά, το 1968, κυκλοφορεί το βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου “Ρεμπέτικα Τραγούδια”, το βιβλίο που σύμφωνα με πολλούς, καθιέρωσε τον όρο «ρεμπέτικα» για τα τραγούδια αυτά.
Από τη στιγμή εκείνη αρχίζουν να δισκογραφούν οι περισσότεροι ρεμπέτες, εκδίδονται βιογραφίες (Βαμβακάρης 1973, Ροβερτάκης 1973, Ρούκουνας 1974, Τσιτσάνης 1979, Μουφλουζέλης 1979 κ.λ.π) και εμφανίζονται πολλές ρεμπέτικες κομπανίες. Ταυτόχρονα ιδρύονται κέντρα για την μελέτη του ρεμπέτικου τραγουδιού και οι πανεπιστημιακοί λαογράφοι αρχίζουν να μνημονεύουν το προσφιλές πλέον είδος
Τη δεκαετία του 1980 γυρίζονται ταινίες όπως το «Ρεμπέτικο» του Κ. Φέρρη με τραγούδια των οποίων η θεματολογία και η μουσική προσομοιάζουν σε αυτά των ρεμπέτικων, τηλεοπτικές σειρές όπως το Μινόρε της Αυγής ακόμα και επιθεωρήσεις όπως το Μινόρε της Αλλαγής.
Πλέον το ρεμπέτικο καταχωρίζεται ως έγκυρο μουσικό είδος σε έγκυρα διεθνή εγχειρίδια μουσικολογίας.
Οι κουτσαβάκηδες, οι μάγκες, οι ρεμπέτες
Τα αρχικά χρόνια η ρεμπέτικη μουσική αποτελεί τρόπο ζωής για τους ανθρώπους του περιθωρίου, της φτώχιας , τους αδικημένους από την κοινωνία, τους ναρκομανείς, τους φυλακισμένους. Μια ομάδα τέτοιων ανθρώπων ήταν και οι κουτσαβάκηδες που έδρασαν στου Ψυρρή από το 1867 έως το 1897 και στη συνέχεια μετονομάστηκαν σε μάγκες.Τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι εκείνα των κατώτερων κοινωνικών ομάδων των μεγάλων αστικών κέντρων και των λιμανιών και εξελίσσονται, παράλληλα με τους ανθρώπους του περιθωρίου στο πλαίσιο της αστικοποίησης που ακολουθεί, και της εισβολής των δυτικών συμφερόντων στον Ελληνικό χώρο.
Ποιος ήταν όμως ο μάγκας ή ο κουτσαβάκης; Στα σημερινά λεξικά ανάμεσα σε άλλους ορισμούς που αποδίδονται στη λέξη συνυπάρχει και ο παλαιότερος, που προσδιορίζει τον τύπο των λαϊκών αστικών στρωμάτων των αρχών του 20ου αιώνα με χαρακτηριστικό ντύσιμο και συμπεριφορά.
Πράγματι η ενδυμασία του κουτσαβάκη ήταν καθορισμένη ειδικά τα πρώτα χρόνια. Το σακάκι ήταν μαύρο, κοντό με αρκετά κουμπιά στα μανίκια. Το παντελόνι , «τρόμπα» ήταν φαρδύ επάνω και στενό στους αστραγάλους, συνήθως τζογέ, σε σχέδιο ριγέ ή καρώ. Τα υποδήματα ήταν πάντα ψιλοτάκουνα, «τριζάτα στιβάλια», – χωρίς κορδόνια, όπου συνήθως είχαν δυο φέτες πετσί βουτηγμένο σε πετρέλαιο ανάμεσα στον πάτο και τη σόλα για να προκαλείται ο απαραίτητος θόρυβος. Την αμφίεση συμπλήρωνε η ρεπούμπλικα, με 2-3 βουλιάγματα, ή το «καβουράκι» με δυο δάχτυλα «χλίψη» ή «θλίψη», όπως ονόμαζαν τη μαύρη περιμετρική ταινία πένθους. Οι δευτεράντζες φορούσαν τραγιάσκα. Απαραίτητο ήταν και το γιλέκο «μεϊντανογέλεκο», με κρυφή τσέπη «γκαρδιακιά» για τη «δίκοπη», το μαχαίρι. Άλλες φορές είχαν και «σίδερο» ή «κούφιο» ή «κουμπούρι».
Οι κουτσαβάκηδες που στη συνέχεια μετονομάζονται σε μάγκες ,βλάμηδες, τσίφτηδες , αλάνια για να ονομαστούν εν τέλει ρεμπέτες, είχαν αναπτύξει ένα δικό του τρόπο ζωής (αργκό, τραγούδια , συνήθειες , ενδιαφέροντα) που δεν συμβάδιζε με τον νέο αστικό πρότυπο, που εισήγαγε η νέα ανερχόμενη αστική τάξη.
Οι ρεμπέτες, ονομασία με καταγωγή από την τούρκικη λέξη «ρεμπετ» που σημαίνει άτακτος, αλανιάρης, χαρακτηρίζονται από το είδος μουσικής που παίζουν στα καταγώγια που συχνάζουν. Άνθρωποι κατατρεγμένοι, με βάσανα και με καημούς, απέχουν από τους ρυθμούς της ζωής της πολιτισμένης κοινωνίας και αναπτύσσουν τις δικές τους συνήθειες που έρχονταν συνήθως σε σύγκρουση με τους νόμους του κράτους.
Κουτσαβάκηδες, μάγκες και ρεμπέτες κατά κανόνα τραγουδούν τα βάσανα και τους καημούς τους. Οι πρώτες μελωδίες, αυτές των φυλακών παίζονται αρχικά με αυτοσχέδια όργανα που μοιάζουν με μικρά μπαγλαμαδάκια και κρύβονται εύκολα και έχουν στίχους πονεμένους, όπως το παλιό μουρμούρικο τραγούδι «Η φυλακή είναι σχολείο».
Τα επόμενα τραγούδια γράφονται από τους μάγκες των τεκέδων, οι οποίοι αυτοοσχεδιάζουν καπνίζοντας χασίς, όπως ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο οποίος στην αυτοβιογραφία του εξηγεί πως άρχισε να παίζει μπουζούκι και να γίνεται γνωστός μέσα σε τεκέδες.
Σε κάθε περίοδο πάντως, οι ρεμπέτες αναπτύσσουν την δική τους κοινωνία μέσα στην κοινωνία. Συγκεκριμένο ντύσιμο, ιδιαίτερη διάλεκτο, αισθηματική πολυτάραχη ζωή. Η μουσική αποτελεί γι αυτούς μέσο έκφρασης των συναισθημάτων τους, τρόπο να μοιραστούν ή και να ξεχάσουν τα προβλήματά τους.
Στα τραγούδια όμως αποτυπώνονται και τα ιδανικά τους. Ιδανικά διαφορετικά από τον λοιπό κόσμο, στα οποία όμως μένουν πάντα πιστοί. Πρωταρχικό ρόλο γι αυτούς παίζει η αξιοπρέπεια και η τιμή. Μετά ακολουθεί η αγάπη προς την γυναίκα και ιδιαίτερα προς την μάνα, η φιλία, η αλληλεγγύη και η αλληλοβοήθεια, στοιχεία που παρά την παρακμή που συνόδευε τον κοινωνικό αποκλεισμό τους, μαρτυρούσε ίσως και την μεγαλοψυχία τους….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου