Δάση πυκνά, παραλίες απέραντες, χωριά ζωντανά. Μύθοι, ιστορία, ομορφιά. Γιατί το Παγγαίο δεν είναι γνωστό; Γιατί ό,τι ξέρουμε γι' αυτό περιορίζεται στους μύθους και τα χρυσοφόρα κοιτάσματα; Πώς είναι δυνατόν να μην έχει αναδειχθεί σε τουριστικό προορισμό; Κάλλιο αργά παρά ποτέ........
Μια ομίχλη πηχτή, να την κόβεις με το μαχαίρι, μας καταπίνει για τα καλά. Εχει βαλθεί απ' το πρωί να μη μας αφήσει να δούμε τίποτα από το Παγγαίο. Ελίσσεται ανάμεσα στα πυκνά δέντρα, κατακάθεται πάνω στα πορτοκαλί χαλιά από φύλλα, εντείνει τις αισθήσεις και τη μυθική διάσταση του βουνού.
Εδώ πάνω λατρεύτηκε ο Διόνυσος και στο μαντείο του οι μαινάδες κι οι σάτυροι έστησαν τους πρώτους διονυσιακούς θιάσους. Εδώ πάνω λατρεύτηκε και ο Ορφέας, εδώ και θανατώθηκε από τις Βασσαρίδες του Διονύσου. Εδώ βρίσκονταν και τα σπουδαία χρυσοφόρα μεταλλεία που «χρηματοδότησαν» τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Μύθοι και χρυσός μοιράζονται ισόποσα τη φήμη του Παγγαίου. «Χρυσοφόρο Παγγαίο»: δυο λέξεις που 'χουν γίνει μία. Και «Πήλιο της Καβάλας»... Λες κι έχει σχέση το Παγγαίο με το Πήλιο. Ή έχει ανάγκη τον παραλληλισμό. Ενα βουνό πανέμορφο είναι από μόνο του. Με δάση πυκνά, αδιαπέραστα από το φως του ήλιου, παραμυθένια. Με μια αλπική ζώνη υπερθέαμα και δύο κορυφές, το Μάτι και το Αυγό, όνομα και πράγμα. Με χωριά όμορφα και κυρίως ζωντανά, πάνω από 1.000 ανθρώπους το καθένα, άλλοτε να απλώνονται στα πόδια του σαν χαλιά, άλλοτε να σκαρφαλώνουν δειλά στις παρυφές του.
Με ιστορία πολυτάραχη που επηρεάστηκε και επηρέασε την αρχαία Αμφίπολη και τους Φιλίππους. Με αρχαία ιερά, βυζαντινά κάστρα, βραχογραφίες αρχαιοτάτων χρόνων. Ολα παράβυστα σημάδια μέσα στη πυκνή βλάστηση ή στις απόκρημνες πλαγιές, που σε κάνουν να γίνεσαι τσιμπούρι στους ντόπιους για να στα δείξουν. Με τη θάλασσα και τις διάσημες παραλίες στα πόδια του. Με την κοντινή του απόσταση από την Καβάλα, τη Δράμα, τις Σέρρες, τη Θεσσαλονίκη.
Με καζάνια και οινοποιεία αμέτρητα, πάντα φιλόξενα. Με οξιές που φτιάχνουν πολύχρωμο φόντο σε ονειρικές πεζοπορικές διαδρομές, με κάστανα που γιορτάζονται και τσουρουφλίζουν τα ανυπόμονα δάχτυλα και μανιτάρια που φυτρώνουν στην άκρη του δρόμου, πλάι στα στοιβαγμένα ξύλα, τα έτοιμα για το τζάκι. Και με μια θέα από την κορυφή να σου πέφτουν τα σαγόνια. Καβάλα και Θάσος στο πιάτο, χερσόνησος του Αθω σε απόσταση... χεριού, Σαμοθράκη και Λήμνος καμιά φορά, σαν σκιασμένη υπόμνηση.
Αλλά με καιρό καθαρό. Γιατί τώρα, είπαμε, ανηφορίζουμε από το χωριό Ακροβούνι από ένστικτο, όχι κορφή, ούτε την επόμενη στροφή δεν βλέπουμε. Κι η σιωπή; Σχεδόν χειροπιαστή κι αυτή. Μαγεία, δεν λέω... Του πάνε γάντι. Μεταξύ μας, δεν μας κακόπεσε, κιόλας...
Με το βλέμμα στο Β. Αιγαίο
Παγγαίο είναι το βουνό που ορθώνεται στα σύνορα των νομών Καβάλας, Δράμας, Σερρών, αλλά έχει καθιερωθεί να λέγεται όλη η περιοχή δυτικά της πόλης της Καβάλας. Ομίχλης πεσούσης πιάνουμε τα παράλια. Νέα Ηρακλίτσα, Νέα Πέραμος, Αμμόλοφοι, Σαρακήνα, Πύργος και μέχρι την Τούζλα του Οφρυνίου λίγο πριν από τον Στρυμόνα, η διάσημη... καβαλιώτικη ριβιέρα μετρά γαλάζιες σημαίες, beach bars, φημισμένα ουζερί και... προσκυνητές. Το καλοκαίρι εδώ χτυπά η καρδιά της Καβάλας. Και της Δράμας. Και της Θεσσαλονίκης. Και της Βουλγαρίας!
Αν έχεις σκάφος, η μαρίνα της Ηρακλίτσας και το λιμάνι της Νέας Περάμου ή της Καριανής σε «δένουν» πιο γερά κι αν έχεις όρεξη, η δεύτερη έχει και βυζαντινό κάστρο. Εκείνο της Ανακτορούπολης επάνω στον λόφο, που ήλεγχε το Βόρειο Αιγαίο. Ακριβώς από πάνω τους ορθώνεται το όρος Σύμβολο, το οποίο από την άλλη πλευρά βυθίζεται στην Πιέρια κοιλάδα για να σμίξει με το Παγγαίο. Διάσημο για τον σχιστόλιθο και το γρανιτένιο του έδαφος που θα προστατεύει για πάντα την Καβάλα από τους σεισμούς, λένε.
Μια χούφτα χωριά. Δύο χούφτες βαμβάκι και καπνά. Αμέτρητες χούφτες κηπευτικά κι αμπέλια. Μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Κάθε ζαρζαβατικό έχει την επικράτειά του. Κάθε αμπέλι έχει τον ζωτικό του χώρο. Σκεπασμένο με δίχτυα - τα πουλιά εδώ δεν χαρίζονται σε κανέναν! Κι έπειτα παίρνουν το δρόμο για το συσκευαστήριο... Η μεγαλύτερη εξαγωγή βρώσιμων σταφυλιών από την Καβάλα, λέει, γίνεται. Σουλτανίνες και ροζακιά φεύγουν με τους τόνους. Πόσα οινοποιεία μπορείς να φανταστείς στην ευρύτερη περιοχή; Ε, υπάρχουν κι άλλα. Αγιωργίτικο, Merlot, Sirah, ασύρτικο, μαλαγουζιά... Ορεξη να 'χεις να πίνεις.
Ανάμεσα στο Σύμβολο και το Παγγαίο, έδρα του δήμου και «πύλη» προς τα δύο βουνά είναι η Ελευθερούπολη, το παλιό Πράβι. Σημαντικός σταθμός κάποτε, γεμάτος χάνια.. Ολοι οι δρόμοι οδηγούν στο Βαρούσι. Απίστευτη ατμόσφαιρα. Κινηματογραφική. Τυχαία την επέλεξε ο Ψαρράς για να γυρίσει το Καραβάν Σεράι;
Με λίγα λόγια, μια γειτονιά για πολλές βόλτες. Γεμάτη παλιά σπίτια μακεδονίτικης αρχιτεκτονικής, με σαχνισιά, χαγάτια, χρώματα και ξεφτισμένους τοίχους, να μην ξέρεις πού να πρωτοκοιτάξεις. Κρίμα που καταρρέουν, αυτό μόνο. Να κατέβαινε μια νεράιδα από τα δάση να τα άγγιζε με το ραβδί της αιωνιότητας. Εχει και μερικές καπναποθήκες και λίγα νεοκλασικά και τον ναό του Αγίου Νικολάου, στη νέα πόλη, χτισμένο το 1759 πάνω σε παλαιοχριστιανικό ναό. Κι αυτός πάνω σε προχριστιανικό νεκροταφείο.
Πορεία νοτιοδυτική
Κατευθυνόμαστε στους νότιους πρόποδες του Παγγαίου. Το ραντεβού στα Κηπιά δεν παίρνει αναβολή. Αλίκη Βουγιουκλάκη, Μελίνα Μερκούρη, Τζένη Καρέζη, Μάικλ Τζάκσον, Μαντόνα, Μαρία Κάλλας... Εκλεκτή, αν και ετερόκλιτη, η παρέα στο μουσείο κέρινων ομοιωμάτων που έφτιαξε ο Θεόδωρος Κοκκινίδης. Τους κοιτάς, σε κοιτούν, τους μιλάς, δεν βγάζουν κιχ... Ο Τζόνι Ντεπ σού κλείνει το μάτι, ο Μίμης Πλέσσας παίζει κάτι στο πιάνο, η Πατουλίδου πανηγυρίζει ακόμη τη νίκη «για την Ελλάδα». Λίγο πριν η Ρένα Βλαχοπούλου «πιάσει στο στόμα της» Καραμανλή και Παπανδρέου, αποχωρούμε.
Μερικά χιλιόμετρα μετά είναι τα Δωμάτια. Και μόνο με το φιλόξενο όνομά τους προκαλούν τη στάση. Πόσω μάλλον που είναι και ωραίο χωριό. Κι έχει όχι ένα, έξι «πετρωτά» γεφύρια. Στεφανώνουν την τσιμενταρισμένη, σήμερα, κοίτη του ρέματος που διασχίζει το χωριό. Οσο για το όνομα, από τα Ντομάτια της Μικράς Ασίας προέρχεται. Πρόσφυγες οι περισσότεροι κάτοικοί του. Ηρθαν αρκετοί με την ανταλλαγή και στο Παγγαίο, οι περισσότεροι όμως είναι γηγενείς.
Και στο επόμενο χωριό έχει μερικούς πρόσφυγες. Στη Μουσθένη. Από τα πιο γνωστά χωριά του Παγγαίου και δίκαια. Ωραία σπίτια, παλιά και καινούργια, γεφυράκια να στεφανώνουν τις κοίτες των δύο ρεμάτων που την αγκαλιάζουν, με τα καφενεία του, την κίνηση του, με τα όλα του. Και με δύο ωραίους ξενώνες που θυμίζουν δασικό χωριό.
Πάνω από 1.000 κάτοικοι κι εδώ, λαός όχι αστεία. Δείχνουν με καμάρι το πλακόστρωτο της εκκλησίας που χάραζαν μικροί τα ονόματά τους. Και μιλώντας για χαράγματα, λίγο πριν από το χωριό, κοντά στα ερείπια του χωριού Τρίτα αλλά και στο κατοπινό Ποδοχώρι (και αλλού, βέβαια) υπάρχουν στα βράχια ακιδογραφήματα, σχέδια ζώων και ανθρώπων και ρωμαϊκές επιγραφές. Μα αν δεν στις δείξει ανθρώπου χέρι, ούτε τον δρόμο δεν θα βρεις...
Δύο - τρία χιλιόμετρα δυτικότερα είναι η Μεσορόπη. Κερδίζει με διαφορά τις εντυπώσεις. Τις δικές μας τουλάχιστον. Πανέμορφα σπίτια του 19ου αιώνα, κοντράρονται με τα νεόκτιστα και υπερισχύουν. Πλούσια αρχοντικά κάποτε, αναστηλώνονται ή ερειπώνουν σήμερα. Σε ίδια αναλογία.
Ψιχαλίζει... Στο καφενείο η σύσφιξη σχέσεων είναι δεδομένη. Κι οι σχέσεις, ίσως κι υγρασία, φέρνουν «υδάτινες» συζητήσεις. Νερόμυλοι, κάποτε δεκάδες, τώρα ένας, αναφέρονται από τις αντρικές συντροφιές, το σπήλαιο Βοσκόνερο με τον υπόγειο ποταμό, 5 ώρες περπάτημα από δω, η λιμνούλα στη θέση Νιβριός όπου ρίχνουν τον σταυρό στα Θεοφάνια, 15 λεπτά περπάτημα ετούτο. Μάλλον πρέπει να επισπεύσουμε. Γιατί αν ρίξει καμιά καλή βροχή δεν θα ξέρουμε που να κρυφτούμε...
Πορεία Βόρεια
Δε μελετούσαμε κάνα τσουβάλι λίρες; Εδώ που είμαστε θα 'χαμε και πιθανότητες να τις βρούμε. Ρίχνει νερό με το τσουβάλι. Η γη μοσχομυρίζει. Ο ουρανός βαρύς κι ασήκωτος. Οι γαλότσες και τα αδιάβροχα στη φόρα, οι φωτογραφικές μηχανές στα αζήτητα...
Μονές: Αξιον Εστί, Αγίου Δημητρίου, Τιμίου Προδρόμου, Αγίου Γεωργίου Διασωρίτη, Παναγιάς Παγγαιώτισσας και κορυφαία όλων η βυζαντινή μονή Εικοσιφοίνισσας, ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα της Ελλάδας, ακριβώς στα σύνορα με τις Σέρρες. Κάνουμε λιτανείες σε όλους τους αγίους της βόρειας πλευράς του Παγγαίου, αλλά τζίφος. Ο ήλιος δεν βγαίνει. Μήπως να απευθυνθούμε στον Διόνυσο, τελικά;
Οι ντόπιοι προσκυνούν αλλού τις Κυριακές. Παλιοχώρι και Νικήσιανη μετρούν χιλιόμετρα από ουρές αυτοκινήτων. Οχι η καταιγίδα, ούτε το μποτιλιάρισμα που δημιουργείται στα καλά καθούμενα δεν εμποδίζει τους Καβαλιώτες. Κάτι ξέρουν... Φημίζονται αμφότερα για τις ταβέρνες τους.
Μεγάλα χωριά και τα δύο. Το μεν Παλιοχώρι με το ωραίο δημοτικό σχολείο στην κεντρική πλατεία και με το Βρανόκαστρο να το κοιτάει από ψηλά. Βασικά, δεν κοιτά το χωριό. Τα τενάγη των Φιλίππων, κοιτά. Τον εύφορο κάμπο με τα σιτηρά και τα καπνά που απλώνεται έως τα πόδια του Φαλακρού. Πριν ήταν έλος που αποξηράνθηκε για τελευταία φορά τη δεκαετία του '30, ώστε να δοθεί γη στους πρόσφυγες. Αυτό το έλος και το πέρασμα πλάι του επόπτευε το κάστρο στους βυζαντινούς χρόνους, όταν ανακατασκευάστηκε από τον στρατηγό Αλέξιο Βρανά.
Ακόμη πιο πριν, επί Μεγάλου Αλεξάνδρου, λέγεται ότι ήλεγχε τα μεταλλεία χρυσού του Παγγαίου. 20 λεπτά πορεία έως εκεί, ανάμεσα στις «σιδηρόπετρες», αυτές που υποδεικνύουν οι ντόπιοι ως υπολείμματα της εξόρυξης χρυσού, στο χωριό τους. Η θέα από εκεί πάνω είναι απίθανη, όπως και η γιορτή που γίνεται προς τιμήν του Αγίου Θεοδώρου.
Εχουν κι άλλο ωραίο έθιμο οι Παλαιοχωρίτες: τα Τσάνια, που σημαίνει κουδούνια. Γίνεται λίγο πριν από τη γιορτή του Προφ. Ηλία. Αντρες και άλογα ολοστόλιστα με κουδούνια και χάντρες ανηφορίζουν εν πομπή έως το καστανοδάσος. Χρέος τους να μαζέψουν ξύλα για τις φωτιές, όπου θα βράζουν τα κουρμπάνια. Και να γλεντήσουν προκαταβολικά, βέβαια.
«Κουδουνάτους» έχουν και στη Νικήσιανη. Η πιο σωστά Αράπηδες, ζωσμένους με κουδούνια και προβιές να ξεσηκώνουν τον κόσμο τ' Αϊ-Γιαννιού. Διώχνουν τα κακά πνεύματα και επαναφέρουν την τάξη που διασαλεύεται το Δωδεκαήμερο. Εθιμο πανάρχαιο. Ευετηρικό. Παγανιστικό; Συγκλονιστικό σίγουρα. Οπως παντού.
Πάνω από 2.000 άνθρωποι ζουν στη Νικήσιανη. Πρώην έδρα του Καποδιστριακού δήμου και διάσημη για το μάρμαρό της. Μέσα από τα σύγχρονα κτίρια ξεπροβάλλουν κάπου κάπου παλιές γειτονιές, τις βλέπουμε πίσω από το πιτσιλισμένο τζάμι. Κι εδώ υπάρχουν υπολείμματα επεξεργασίας χρυσού μέσα στη ρεματιά, «τ΄ σκουριές» τις λένε. Και καταρράκτης. Τίποτα δεν θα δούμε αν δεν πάψει η καταιγίδα. Μήπως να βάλουμε κι εμείς κουδούνια και προβιές να φύγει το κακό;
Δεν θα χρειαστεί. Το επόμενο πρωί ένας δυνατός βοριάς, σταλμένος ένας θεός ξέρει από ποιον, θα φυσήξει παρασύροντας τα σύννεφα σε έναν θεαματικό χορό. Η βροχή θα πάψει, ο ήλιος θα χαμογελάσει λειψά. Θα μας βρει και πάλι στον δρόμο για την ψηλότερη κορυφή, το Μάτι, στα 1.956 υψόμετρο, από τις ελάχιστες κορυφές που φτάνεις με το αυτοκίνητο.
Να προσπερνάμε από τα 3 καταφύγια και το δασικό χωριό που πρόκειται να επαναλειτουργήσουν και μέσα στην εντυπωσιακή ψευδοαλπική ζώνη να απολαμβάνουμε ύστερα από 25 πανέμορφα, γεμάτα εναλλαγές, χιλιόμετρα την καθαρότερη ατμόσφαιρα που μπορούσαμε να ελπίσουμε. Καβάλα, Θάσος, Αθως, Σιθωνία, Λήμνος... Απογείωση. Δύο πρόσωπα του βουνού, σε δυο μέρες. Τύχη βουνό; Ισως. Αλλά να δεις, ο Διόνυσος, θα 'βαλε τελικά το χεράκι του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου