Κανένα έθνος δεν έχει μια έκταση που να μπορεί να συγκριθεί με την περιοχή του Ολύμπου, τόσο πλούσια σε μύθους, αναμνήσεις ιστορικές, ομορφιές κάθε λογής...». Είκοσι πέντε λέξεις χρειάστηκε ο περίφημος Ελβετός φωτογράφος Φρεντ Μπουασονά για να περιγράψει το μυθικό βουνό.
Για τα υπόλοιπα άφησε να μιλήσουν οι φωτογραφίες του, είχε άλλωστε την τύχη να είναι ένας από τους τρεις πρώτους που κατάφεραν να ανέβουν έως την ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου (στην πρώτη επίσημα καταγεγραμμένη κατάκτηση της κορυφής) το 1913, μαζί με τον επίσης Ελβετό Ντανιέλ Μπο Μποβί και τον Λιτοχωρίτη Χρήστο Κάκκαλο.
Επιβλητικός και περήφανος, ο Ολυμπος ενέπνεε ανέκαθεν δέος στον άνθρωπο. Οι αρχαίοι τοποθέτησαν στις κορυφές του την κατοικία των θεών, οι ποιητές βάλθηκαν ανά τους αιώνες να επινοούν επίθετα όλο και πιο σύνθετα για να τον περιγράψουν και οι ορειβάτες και αναρριχητές έθεσαν την κατάκτηση της κορυφής του ως τον ύψιστο συμβολικό στόχο.
Τι κάνει όμως τον Ολυμπο στ' αλήθεια τόσο ξεχωριστό; Οι σχεδόν μόνιμα χιονισμένες κορυφές, οι απότομες υψομετρικές διαφορές, οι συνεχείς εναλλαγές των συνθηκών εξαιτίας των τοπικών μικροκλιμάτων, οι πλαγιές με τις έντονες διαυλακώσεις, οι αλλεπάλληλες χαραδρώσεις, η ποικιλομορφία χρωμάτων και βλάστησης; Μάλλον είναι όλα αυτά μαζί, και κυρίως η μυθική παρουσία του Δία και ολόκληρου του δωδεκάθεου, που ακόμα γεννούν συνειρμούς και χαρίζουν στο βουνό την ασύγκριτη αύρα του.
Κατακτώντας τις κορυφές
Ο Ολυμπος είναι λοιπόν το πιο μεγάλο brand name ολόκληρης της Πιερίας: οι επισκέπτες που έρχονται εδώ για να ανέβουν στις κορυφές του και να διανυκτερεύσουν σε κάποιο από τα καταφύγιά του μετρώνται σε δεκάδες χιλιάδες τον χρόνο.
Οι περισσότεροι από αυτούς, περίπου το 90%, επιλέγουν ως αφετηρία τους το Λιτόχωρο, μια γραφική κωμόπολη και δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Πιερίας μετά την Κατερίνη. Η πιο κλασική διαδρομή προς την κορυφή του Ολύμπου είναι εκείνη που ξεκινά από τα Πριόνια (υψόμετρο 1.000μ.), μια τοποθεσία περίπου 18 χλμ. από το Λιτόχωρο όπου φτάνεις με το αυτοκίνητο και όπου λειτουργεί αναψυκτήριο.
Από τα Πριόνια ξεκινά το ευρωπαϊκό μονοπάτι Ε4 που οδηγεί μέχρι το ορειβατικό καταφύγιο Σπήλιος Αγαπητός (2.060 μ. υψ.), έπειτα από μια πορεία περίπου τριών ωρών. Από το καταφύγιο το μονοπάτι συνεχίζει προς τη Σκάλα (2.866 μ.) και έπειτα προς τον Μύτικα, την υψηλότερη κορυφή του Ολύμπου σε ύψος 2.918 μ., μια διαδρομή που όσο πλησιάζει στην κορυφή γίνεται όλο και πιο δύσκολη και επικίνδυνη, με αρκετά σαθρά κομμάτια που χρειάζονται πολλή προσοχή.
Από το καταφύγιο Αγαπητός (ή «του Ζολώτα» όπως επίσης αποκαλείται) έως τον Μύτικα χρειάζονται περίπου 4 ώρες, ενώ απαραίτητη είναι η συνοδεία ενός οδηγού βουνού. Δημοφιλής διαδρομή είναι και εκείνη που ξεκινά από την τοποθεσία Γκόρτσια (1.120μ. υψ., περίπου 14 χλμ. από το Λιτόχωρο) και φτάνει στον Μύτικα περνώντας από το οροπέδιο των Μουσών.
Το μονοπάτι περνάει από τη θέση Μπάρμπα (1.450 μ. υψ.), έπειτα από μιάμιση ώρα φτάνει στο καταφύγιο της Πετρόστρουγκας (2.000 μ. υψ.), συνεχίζει ανηφορικά και καταλήγει στην κορυφή Σκούρτα (2.450 μ. υψ.) και από εκεί στο οροπέδιο των Μουσών, όπου υπάρχουν ακόμη δύο καταφύγια, το «Γιώσος Αποστολίδης» και το «Χρήστος Κάκκαλος».
Από τα καταφύγια μπορείς να φτάσεις μέχρι την Τούμπα (2.801 μ.), τον Προφήτη Ηλία (2.803 μ.) και σε μία με μιάμιση ώρα στις κορυφές Στεφάνι και Μύτικας, σε μια συνολική διαδρομή περίπου επτάμισι ωρών. Και σ' αυτή την περίπτωση η συνοδεία ενός έμπειρου οδηγού βουνού είναι παραπάνω από απαραίτητη.
Η στεριανή ναυτοπολιτεία
Από τις πιο ωραίες εξορμήσεις στον Ολυμπο είναι αυτή που ακολουθεί το μονοπάτι στο φαράγγι του Ενιπέα, καλύπτοντας μια διαδρομή από το Λιτόχωρο μέχρι τα Πριόνια (περίπου 10 χλμ.), περνώντας επτά φορές πάνω από το ποτάμι του Ενιπέα (από γεφύρια και κορμούς), διασχίζοντας με πολλά σκαμπανεβάσματα ένα από τα πιο όμορφα κομμάτια του βουνού, με πλούσια βλάστηση, μικρούς και μεγάλους καταρράκτες και ωραία θέα προς τις κορυφές.
Η συνολική διαδρομή μέχρι τα Πριόνια διαρκεί περίπου πεντέμισι ώρες. Επιστρέφοντας στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο, μια παράκαμψη λίγο πριν φτάσεις στα Πριόνια θα σε οδηγήσει στο παλιό μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου (16ος αι.). Η όψη του παράξενη, μοιάζει πιο πολύ με ερειπωμένο κάστρο παρά με μονή: φταίει το γεγονός πως καταστράφηκε δύο φορές από τους Γερμανούς το 1943.
Ο,τι διασώθηκε μεταφέρθηκε στη νέα μονή του Αγίου Διονυσίου, στη Σκάλα Λιτοχώρου, που επαναλειτουργεί από το 1987. Δίπλα πάντως στο παλιό μοναστήρι θα δεις ένα σηματοδοτημένο μονοπάτι που οδηγεί (έπειτα από 25' πεζοπορίας) στο σπήλαιο όπου ασκήτεψε ο Αγιος Διονύσιος.
Μπορεί λοιπόν σήμερα το Λιτόχωρο να είναι η Νο1 βάση εξορμήσεων για τον Ολυμπο, μέχρι πριν από κάποια χρόνια πάντως είχε το βλέμμα του εξίσου έντονα στραμμένο και προς τη θάλασσα, συνεχίζοντας μια παράδοση που κρατάει από τον 18ο αι., όταν στην περιοχή εγκαταστάθηκαν πολλοί ναυτικοί.
Εκμεταλλευόμενοι τότε την εμπορία ξυλείας από τον Ολυμπο και κάποια φορολογικά προνόμια από την Υψηλή Πύλη, οι Λιτοχωρίτες έγιναν σπουδαίοι καραβοκύρηδες, έστω κι αν το ίδιο το Λιτόχωρο δεν ήταν ποτέ παραθαλάσσιο. Δύο Λιτοχωρίτες καπεταναίοι μάλιστα, ο Νικόλαος Βλαχόπουλος και ο Μιχαήλ Κωφός, ήταν εκείνοι που οδήγησαν τον Υδραίο Νικόλαο Βότση στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης τα ξημερώματα της 19ης Οκτωβρίου 1912, όπου και πυρπόλησαν το τουρκικό θωρηκτό Φετίχ Μπουλέντ.
Απότοκο της μεγάλης αυτής παράδοσης είναι σήμερα το Ναυτικό Μουσείου Λιτοχώρου, που φιλοξενεί σπάνια ενθύμια από τις ναυτικές οικογένειες της πόλης. Κι αν σήμερα το Λιτόχωρο δεν διαθέτει πια τον αλλοτινό στόλο που όργωνε τις θάλασσες, η σχέση του με τη θάλασσα εξακολουθεί να είναι στενή: όχι χάρη στα καράβια του, αλλά χάρη στο ευρύ παραλιακό μέτωπο, που εκτείνεται από την παραλία του Λιτοχώρου και τη Λεπτοκαρυά μέχρι και τους Νέους Πόρους, στα όρια με τη Θεσσαλία.
Τη θερινή σεζόν οι παραλίες στη Σκοτίνα, τον Παντελεήμονα και τον Πλαταμώνα «βουλιάζουν» από κόσμο, οι ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις και τα κάμπινγκ προσφέρουν άπειρες επιλογές διαμονής και γενικά ολόκληρη η περιοχή σφύζει από ζωή, συγκεντρώνοντας μάλιστα και πολλούς τουρίστες από τα Βαλκάνια.
Είτε έρθεις εδώ καλοκαίρι είτε «εκτός εποχής», θα αφιερώσεις οπωσδήποτε μια-δυο ώρες στο κάστρο του Πλαταμώνα, από τα καλύτερα διατηρημένα κάστρα της Ελλάδας. Χτισμένο τη μεσοβυζαντινή εποχή (10ος-11ος αι.) σε φυσική οχυρή θέση που του επέτρεπε να ελέγχει τις οδικές αρτηρίες της περιοχής, το κάστρο είχε την τύχη να διατηρήσει τα τείχη του κατά την Τουρκοκρατία, όταν και ενισχύθηκαν ακόμη περισσότερο για να αντιμετωπίσουν κυρίως πειρατικές επιδρομές.
Στον εσωτερικό του χώρο σώζονται ερείπια από δύο παλαιοχριστιανικές βασιλικές και βέβαια ο οκτάγωνος πύργος του (είσοδος 2 ευρώ, καθημερινά 08:00-15:00). Κάτι που δεν γνωρίζει πολύς κόσμος είναι πως κάτω ακριβώς από το κάστρο του Πλαταμώνα περνάει η παλιά σιδηροδρομική γραμμή, τμήμα της παλιάς γραμμής που ένωνε κάποτε τη Λάρισα με τη Θεσσαλονίκη και το Μοναστήρι.
Την ίδια αυτή παράκτια γραμμή χρησιμοποίησαν για την προέλασή τους και οι Γερμανοί το 1941· σήμερα έχει ανακηρυχθεί «ιστορικός τόπος» και καταβάλλονται προσπάθειες για τη μουσειακή επαναλειτουργία της.
Ενα «ηπειρώτικο» χωριό
Τι θα σκεφτόσουν αν σου έλεγαν πως στις παρυφές του Ολύμπου, στα σύνορα της Πιερίας με τη Λάρισα, υπάρχει ένα χωριό ηπειρώτικο; Κι όμως, είναι αλήθεια. Ο Παλαιός Παντελεήμονας (25 χλμ. από το Λιτόχωρο) έχει αναδειχθεί ξανά και ξανά ως ένας από τους ωραιότερους οικισμούς στην Ελλάδα, με τα παλιά του σπίτια από πέτρα και ξύλο αλλά και νεότερες κατοικίες που τιμούν στο ακέραιο την παραδοσιακή αρχιτεκτονική.
Το χωριό πρωτοχτίστηκε πριν από περίπου 700 χρόνια από Ηπειρώτες πετρομαστόρους και μέχρι σήμερα έχει καταφέρει να διατηρήσει την ιδιαίτερη ταυτότητά του. Στο χωριό θα βρεις ωραίους (και οικονομικούς) ξενώνες, ταβερνάκια, καλό τσίπουρο και θα χορτάσεις θέα στον Θερμαϊκό.
Στην είσοδο του χωριού θα δεις πινακίδες να δείχνουν προς «Ανω Σκοτίνα» και «Παλιά Σκοτίνα», με διαφορετικές χιλιομετρικές αποστάσεις για το καθένα (6 και 12 χλμ.). Μην μπερδεύεσαι όμως, το χωριό είναι ένα και το αυτό και η απόσταση από τον Παλαιό Παντελεήμονα είναι περίπου στα 10 χλμ.
Οι λίγοι αλλά φροντισμένοι ξενώνες του χωριού λειτουργούν από τους μετρημένους στα δάχτυλα μόνιμους κατοίκους, που θα σου δείξουν ευχαρίστως και τις δύο παλιές εκκλησίες του χωριού, τον Αγιο Αθανάσιο και την Κοίμηση της Θεοτόκου (εντυπωσιακή αλλά μάλλον σε κακή κατάσταση, παρά τις εργασίες αναστήλωσης).
Μπροστά ακριβώς στην τελευταία ορθώνεται ένας πελώριος, αιωνόβιος πλάτανος: όσο τα κλαδιά του μαραίνονται, τόσο ο κορμός του μεγαλώνει, σε σημείο που σήμερα στην κουφάλα του εύκολα χωράνε μάλιστα πέντε άνθρωποι! Οι δύο αυτές εκκλησίες της Ανω Σκοτίνας είναι μια καλή αφορμή για μια μικρή «θρησκευτική περιήγηση» στη νότια Πιερία και στα πέριξ του Ολύμπου.
Μετά την παλαιά και τη νέα μονή του Αγίου Διονυσίου, θα περάσεις από το χωριό της Κονταριώτισσας, με τον ναό της Κοιμήσεως (11ος αι.), και το χωριό της Βροντούς απ' όπου εύστοχα τοποθετημένες πινακίδες σε καθοδηγούν μέχρι το παλιό μοναστήρι της Αγίας Τριάδας (14ος αι.), απ' το οποίο διασώζεται η πετρόκτιστη εκκλησία του να «κρέμεται» στο φρύδι ενός βράχου.
Πολύ κοντά βρίσκεται και το εγκαταλελειμμένο σήμερα χωριό της Παλιάς Βροντούς, όπου παραμένει όρθιο μόνο το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου. Αξίζει να δεις και το ξωκλήσι της Αγίας Κόρης (2 χλμ. από την παλιά Βροντού), χτισμένο στο βάθος μιας ρεματιάς: για να το βρεις θα χρειαστεί να κατέβεις 169 σκαλοπάτια (και έπειτα να ανέβεις!) μέχρι σχεδόν την κοίτη του ρέματος.
Εδώ θα δεις τη σκαλισμένη σε μάρμαρο εικόνα της Αγίας Κόρης, ενώ αν το λέει η καρδούλα σου και ακολουθήσεις ανάποδα τη ροή του ρέματος, θα ανακαλύψεις και μικρούς καταρράκτες. Μια πιο προσιτή διαδρομή που οδηγεί σε έναν πανέμορφο καταρράκτη ξεκινά από το Δίον και φτάνει έπειτα από περίπου 5 χλμ. ασφάλτου στον καταρράκτη του Ορλια. Οι περισσότεροι επισκέπτες συνήθως σταματούν στον πρώτο καταρράκτη, που προσεγγίζεται εύκολα από τον δρόμο, αν ακολουθήσεις ωστόσο το μονοπάτι που ανεβαίνει στην πλαγιά θα συναντήσεις κι άλλους. Στο Δίον θα δεις βέβαια και την περίφημη, ομώνυμη ιερή πόλη των αρχαίων Μακεδόνων.
Στους βωμούς του Δίου θυσίασε ο Μέγας Αλέξανδρος πριν ξεκινήσει για την εκστρατεία του στην Ασία, εδώ βρίσκεται και το αρχαιότερο μακεδονικό ιερό που έχει μέχρι σήμερα ανακαλυφθεί, το ιερό της Δήμητρας (6ος π.Χ. αι.), εδώ και δύο αρχαία θέατρα, ένα ελληνιστικό κι ένα μεταγενέστερο, ρωμαϊκό.
Στο ελληνιστικό θέατρο φιλοξενείται σήμερα μεγάλο μέρος των ετήσιων εκδηλώσεων του Φεστιβάλ Ολύμπου (μαζί με το κάστρο του Πλαταμώνα και την Κονταριώτισσα), κορυφαίος πολιτιστικός θεσμός στην Πιερία, που ξεκίνησε το 1972 και σήμερα έφτασε να αποτελεί σημείο αναφοράς διεθνούς ακτινοβολίας. Το Φεστιβάλ πραγματοποιείται κάθε καλοκαίρι, διαρκεί περίπου δύο μήνες και περιλαμβάνει παραστάσεις αρχαίου δράματος, σύγχρονου ελληνικού και ξένου θεάτρου, μπαλέτου, μουσικές συναυλίες καθώς και επιστημονικές διαλέξεις των αρχαιολόγων επιστημόνων.
Τέλος, απέναντι ακριβώς από τον αρχαιολογικό χώρο του Δίου, στεγάζεται το Κέντρο Μεσογειακών Ψηφιδωτών, όπου κάθε καλοκαίρι λειτουργεί εργαστήρι όπου διδάσκεται η τέχνη του ψηφιδωτού σε ενδιαφερόμενους κάθε ηλικίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου